Το Γαβαλοχώρι διαθέτει 12 εκκλησίες, πολλές από τις οποίες χρονολογούνται από την αρχαιότητα. Οι περισσότερες ανήκουν στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά ορισμένες χτίστηκαν από ιδιώτες σε δική τους ιδιοκτησία. Αυτές οι εκκλησίες χειροτονούνται από ιερείς, όπως και εκείνες που ανήκουν στην εκκλησία, αλλά αυτοί που τις χτίζουν πρέπει να φροντίζουν οι ίδιοι για τη συντήρηση των κτιρίων και των αυλών.
Όλες οι εκκλησίες στο Γαβαλοχώρι είναι ελληνορθόδοξες. Οι πιστοί αυτής της θρησκείας πιστεύουν ότι η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, που υπάρχει σήμερα, είναι η εκκλησία που έστησαν οι απόστολοι στην Καινή Διαθήκη της Βίβλου. Επισήμως, η ιστορία της Εκκλησίας ξεκίνησε την Πεντηκοστή του 33 μ.Χ., όταν λέγεται ότι κατέβηκε το Άγιο Πνεύμα στους αποστόλους. Τότε, εκείνοι άρχισαν να μιλούν σε ξένες γλώσσες, που πριν δεν ήξεραν, για να τους καταλαβαίνουν οι άνθρωποι που είχαν μαζευτεί εκεί. Η Πεντηκοστή σηματοδότησε έτσι την αρχή της αποστολής της εκκλησίας στον κόσμο. Σήμερα, η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία γιορτάζει αυτό το γεγονός με την εορτή της Πεντηκοστής, 50 ημέρες μετά το Πάσχα.
Οι Έλληνες είναι περήφανοι για το γεγονός ότι η εκκλησία τους ξεκίνησε από τον Ιησού Χριστό και όχι από έναν άνθρωπο-δάσκαλο ή ομάδα, έναν κώδικα συμπεριφοράς ή μια θρησκευτική φιλοσοφία. Οι βασικές θρησκευτικές πεποιθήσεις αφορούν στο ότι ο Θεός αποκαλύφθηκε στον Ιησού, ο Ιησούς είναι η ενσάρκωση του Θεού και ο Ιησούς σταυρώθηκε και αναστήθηκε. Η Βίβλος της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι η ίδια με αυτή των περισσότερων δυτικών εκκλησιών, με εξαίρεση ότι η Παλαιά Διαθήκη της βασίζεται όχι στην εβραϊκή, αλλά στην αρχαία ελληνική μετάφραση βιβλίων από την Εβραϊκή Βίβλο, γνωστή ως «Εβδομήκοντα».
Αν και ο επίσημος διαχωρισμός εκκλησίας και κράτους αποτελεί μέρος του συντάγματος της Ελλάδας, η θρησκεία είναι θεμελιώδης πυλώνας του ελληνικού έθνους. Περίπου το 90% του ελληνικού πληθυσμού αναγνωρίζονται ως Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Το ελληνικό Κράτος πληρώνει τους μισθούς και τις συντάξεις των κληρικών —μισθούς συγκρίσιμους με αυτούς των δασκάλων. Οι θρησκευτικοί γάμοι και οι βαπτίσεις έχουν την ίδια νομική αξία με τους πολιτικούς, οι μαθητές παρακολουθούν μαθήματα θρησκευτικών στο σχολείο και οι θρησκευτικές αργίες είναι αστικές αργίες.
Οι ιερείς στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, συνήθως, δεν λαμβάνουν πανεπιστημιακή εκπαίδευση, αλλά συμπληρώνουν δύο χρόνια σε σχολές, που διευθύνονται από την Εκκλησία και χρηματοδοτούνται από το Ελληνικό Κράτος. Μετά την αποφοίτησή τους, μπορούν να χειροτονηθούν διάκονοι και εντέλει ιερείς. Επιτρέπεται να παντρευτούν πριν από τη χειροτονία τους ως διάκονοι, αλλά όχι μετά, ενώ οι περισσότεροι ιερείς στην Ελλάδα είναι παντρεμένοι και έχουν παιδιά. Οι ιερείς δεν προσφωνούνται μόνο με τα μικρά τους ονόματα, αλλά αναφέρονται σε αυτούς ως «Πάτερ», ακολουθούμενο από το μικρό τους όνομα. Επίσης, τους υποδέχονται, όχι με χειραψία, αλλά φιλώντας το πίσω μέρος του δεξιού τους χεριού, δείχνοντας σεβασμό στο αξίωμά τους. Η σύζυγος ενός ιερέα κατέχει, επίσης, έναν ιδιαίτερο ρόλο ως ενοριακή μητέρα, ενώ της αποδίδεται ο τίτλος «Πρεσβυτέρα», που σημαίνει «σύζυγος του ιερέα». Μια άλλη επιλογή για τους άντρες που αναζητούν θρησκευτικό επάγγελμα είναι να μπουν σε ένα μοναστήρι και να πάρουν μοναστικούς όρκους. Ομοίως, οι γυναίκες μπορούν να παίρνουν μοναστικούς όρκους και να γίνουν μοναχές, αλλά δεν χειροτονούνται. Η υπηρεσία της Αγίας Τράπεζας περιορίζεται αυστηρά στους άντρες, αν και οι γυναίκες συμμετέχουν σε κάθε άλλη πτυχή της εκκλησιαστικής ζωής—καθοδηγώντας τους εκκλησιαστικούς ψαλμούς, ζωγραφίζοντας εικόνες, διδάσκοντας μαθήματα, διαβάζοντας τη Βίβλο και υπηρετώντας στο ενοριακό συμβούλιο.
Το εσωτερικό μιας ελληνικής ορθόδοξης εκκλησίας θεωρείται ιερός χώρος, που έχει σχεδιαστεί για να οδηγεί τους πιστούς πιο κοντά στον Θεό. Mία ορθόδοξη εκκλησία χωρίζεται σε τρεις περιοχές—τον νάρθηκα, τον κύριο ναό και το ιερό. Ο νάρθηκας είναι ο χώρος εισόδου και σε πολλές ενορίες είναι ο χώρος όπου οι πιστοί κάνουν προσφορά, λαμβάνουν ένα κερί, το ανάβουν μπροστά σε μια εικόνα και κάνουν μια προσωπική προσευχή, πριν ενταχθούν στο εκκλησίασμα. Ο κύριος ναός είναι ο κεντρικός χώρος της εκκλησίας, όπου συγκεντρώνονται οι πιστοί για τη λειτουργία. Στη δεξιά πλευρά του ναού, βρίσκεται ο θρόνος του επισκόπου, από τον οποίο προεδρεύει ως ζωντανή εικόνα του Χριστού. Ακόμη και εν τη απουσία του επισκόπου, ο θρόνος υπενθυμίζει στους πιστούς ότι η ενορία είναι μέρος της αρχιεπισκοπής και ότι ο επίσκοπος ηγείται. Στην αριστερή πλευρά του ναού βρίσκεται ο άμβωνας, από τον οποίο ο ιερέας κάνει το κήρυγμα.
Το ιερό θεωρείται το πιο ιερό μέρος της εκκλησίας και προορίζεται μόνο για τους ιερείς και τους βοηθούς τους. Περιέχει την Αγία Τράπεζα, η οποία χωρίζεται από τον κυρίως ναό με ένα τέμπλο, που είναι φτιαγμένο από ξύλο, πέτρα ή μέταλλο, και εμφανίζει εικόνες ή παραστάσεις αγίων. Στη δεξιά πλευρά του τέμπλου, βρίσκονται πάντα οι εικόνες του Ιησού και του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή. Στην αριστερή πλευρά, υπάρχουν πάντα οι εικόνες της Παναγίας και του Αγίου ή της Αγίας στον/ην οποίο/α είναι αφιερωμένος/η η εκκλησία. Επίσης, μπορεί να προστεθούν άλλες εικόνες, ανάλογα με το έθιμο και τον χώρο. Πίσω από την Αγία Τράπεζα, υπάρχει ένας μεγάλος σταυρός με τη ζωγραφισμένη μορφή του Ιησού.
Οποιοσδήποτε είναι ευπρόσδεκτος να παρακολουθήσει τις ελληνορθόδοξες λειτουργίες. Η εκκλησία της Γεννήσεως της Θεοτόκου, είναι η εκκλησία που χρησιμοποιείται για τις τακτικές θρησκευτικές λειτουργίες τον χειμώνα. Το καλοκαίρι, οι λειτουργίες αυτές τελούνται στην εκκλησία των Αγίων Σεργίου και Βάκχου, κοντά στο Λαογραφικό Μουσείο. Η λειτουργία ξεκινά στις 7:30 το πρωί της Κυριακής και τελειώνει περίπου στις 9:30 ή στις 10:00, ανάλογα αν ο ιερέας κάνει κήρυγμα ή αν γίνεται κάποιο μνημόσυνο.
Κατά τη διάρκεια της ορθόδοξης λειτουργίας, όλοι βλέπουν ανατολικά προς την Αγία Τράπεζα και την εικόνα του Ιησού, ακόμη και ο ιερέας. Γυρίζει για να κοιτάξει τους πιστούς μόνο για να τους ευλογήσει, να κηρύξει και να θυμιατίσει.
Οι επισκέπτες των ελληνορθόδοξων λειτουργιών συνήθως εντυπωσιάζονται από τη διάρκεια (μπορεί να διαρκέσει αρκετές ώρες) και από την αυξημένη αισθητηριακή εμπειρία της λειτουργίας. Οι εικόνες που υπάρχουν άφθονες στον χώρο, αναμφίβολα συμβάλλουν σε αυτήν την εμπειρία. Πρόκειται για δισδιάστατες εικόνες που μπορεί να προέρχονται από μπογιά, ψηφιδωτά, κεντήματα, πέτρα ή άλλα υλικά, και είναι πιθανό να κοσμούν τους τοίχους, τις οροφές, τις καμάρες και το τέμπλο της εκκλησίας. Απεικονίζουν μορφές, όπως τον Ιησού, τους αγίους και τους αγγέλους ή μπορεί να απεικονίζουν γεγονότα από τη Βίβλο ή την ιστορία της εκκλησίας. Σε μια ελληνορθόδοξη λειτουργία, θα δείτε πιστούς να κάνουν τον σταυρό τους και στη συνέχεια να φιλούν τις εικόνες. Με αυτόν τον τρόπο, τιμούν, σέβονται και δείχνουν την αγάπη τους προς το πρόσωπο που απεικονίζεται.
Οι ψαλμοί αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της ελληνορθόδοξης λειτουργίας. Παραδοσιακά, δεν χρησιμοποιούνται μουσικά όργανα, αν και ορισμένες μεγάλες εκκλησίες έχουν. Επίσης, σε ορισμένες εκκλησίες, ο ιερέας ψάλλει πολύ λίγο, επιτρέποντας στους ψάλτες και στους υπόλοιπους πιστούς να ψάλλουν το μεγαλύτερο μέρος της λειτουργίας. Η απομνημόνευση των προσευχών και των ύμνων είναι σχετικά εύκολη από αυτούς που μιλούν ελληνικά, διότι επαναλαμβάνονται σταθερά μέσα στη λειτουργία.
Ένα άλλο μέρος της λειτουργίας είναι η Ευχαριστία, δηλαδή η τελετή ανάμνησης του Μυστικού Δείπνου του Ιησού, στην οποία αφιερώνεται και καταναλώνεται το ψωμί και το κρασί, αντιπροσωπεύοντας το σώμα και το αίμα του Ιησού. Στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, μόνο άτομα που βαπτίζονται κατά την ελληνορθόδοξη πίστη μπορούν να κοινωνήσουν. Κατά την Ευχαριστία, ο ιερέας κόβει, από ένα στρογγυλό καρβέλι που έχει σφραγιστεί, ένα τμήμα της σφραγίδας του, που ονομάζεται Αμνός, και το αφήνει στην άκρη. Ακολούθως, το υπόλοιπο ψωμί κόβεται, τοποθετείται σε μεγάλο καλάθι και ευλογείται από τον ιερέα. Έπειτα, ο ιερέας τοποθετεί τον Αμνό στο δισκοπότηρο και οι πιστοί, που θέλουν να κοινωνήσουν έρχονται ένας ένας προς αυτόν. Ο ιερέας, τους δίνει από μια κουταλιά, από το ποτισμένο με κρασί ψωμί, και προσεύχεται γι’ αυτούς. Στη συνέχεια, οι πιστοί περνούν μπροστά από ένα αγόρι, το οποίο κρατά ένα καλάθι με το υπόλοιπο ευλογημένο ψωμί και μπορούν να πάρουν μερίδες από αυτό είτε για τον εαυτό τους είτε για μη Ορθόδοξους φίλους ή επισκέπτες. Η διαδικασία αυτή έχει ως σκοπό να καλωσορίσει τους πάντες στην κοινότητα, καθώς ακόμη και εκείνοι που δεν λαμβάνουν κοινωνία, μπορούν να μοιράζονται το κοινό καρβέλι. (Όπως μπορείτε να φανταστείτε, προκάλεσε τεράστια διαμάχη κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, το γεγονός ότι, κατά την Θεία Κοινωνία, χρησιμοποιείται ένα κοινό κουτάλι και ένα κοινό δισκοπότηρο).
Στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, οι πιστοί στέκονται πολύ—συχνά σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της λειτουργίας. Πολλές εκκλησίες έχουν καρέκλες ή στασίδια, αλλά κάποιες έχουν ανοιχτό κυρίως χώρο, χωρίς καθίσματα, έτσι ώστε όλοι να πρέπει να στέκονται όρθιοι (αν και συνήθως υπάρχουν μερικές καρέκλες στις άκρες του χώρου, που προορίζονται για τους άρρωστους και τους ηλικιωμένους). Επίσης, είναι πολύ πιθανό, να δείτε, την ώρα της λειτουργίας, πιστούς να κάνουν προσκύνημα. Το προσκύνημα στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία περιλαμβάνει γονατιστή στάση σώματος, τοποθέτηση των χεριών στο πάτωμα και άγγιγμα του μετώπου με ενωμένα χέρια. Ορισμένοι πιστοί πάλι, απλώς θα γονατίσουν, ενώ άλλοι θα σταθούν με σκυμμένα κεφάλια. Γενικά, όλες οι ατομικές εκφράσεις λατρείας θεωρούνται αποδεκτές.
Κατά τη διάρκεια μίας ελληνορθόδοξης λειτουργίας, οι πιστοί κάνουν το σταυρό τους πολύ συχνά, όταν λόγου χάρη γίνεται επίκληση στο όνομα της Αγίας Τριάδας, όταν προσκυνούν εικόνες ή πριν λάβουν την Ευχαριστία. Δεν υπάρχουν αυστηροί κανόνες σχετικά με το πότε οι πιστοί πρέπει και πότε δεν πρέπει να κάνουν το σταυρό τους. Οι Ελληνορθόδοξοι πιστοί, κάνουν τον σταυρό τους, ενώνοντας τον αντίχειρα, τον δείκτη και το μεσαίο δάχτυλό, ακουμπώντας ταυτόχρονα τα άλλα δύο δάχτυλα στις παλάμες τους. Ακουμπάνε τις ενωμένες άκρες των δακτύλων στο μέτωπό τους, μετά στην κοιλιά τους, ακολούθως στον δεξιό ώμο και τέλος στον αριστερό ώμο (το αντίθετο των Ρωμαιοκαθολικών). Τα τρία δάχτυλα που κρατιούνται μαζί αντιπροσωπεύουν την Αγία Τριάδα, ενώ τα δύο δάχτυλα στην παλάμη αντιπροσωπεύουν τις δύο φύσεις του Χριστού - τη θεϊκή και την ανθρώπινη.
Κατά τη λειτουργία, οι άνδρες συνήθως φορούν παντελόνια και πουκάμισα ή πουλόβερ με γιακά. Οι γυναίκες αποφεύγουν τα στενά ρούχα, τα χαμηλά και αμάνικα μπλουζάκια και τις κοντές φούστες ή φορέματα. Οι γυναίκες μπορούν να φορούν παντελόνια, αλλά δεν πρέπει να είναι σορτς, τζιν ή φόρμες. Μερικές γυναίκες επιλέγουν να καλύπτουν το κεφάλι τους με μαντήλι, κατά τη διάρκεια της λειτουργίας, αλλά αυτό δεν απαιτείται.
Η τέχνη, η αρχιτεκτονική και η γενικότερη λειτουργία μιας ελληνορθόδοξης εκκλησίας, είναι όλα σχεδιασμένα για να συμβάλλουν στη συνολική εμπειρία της λατρείας, που περιλαμβάνει τις αισθήσεις, τα συναισθήματα και τη νόηση. Υπάρχει ένα ρητό που συνοψίζει ιδανικά το τι έχει σχεδιαστεί να επιτύχει το σύνολο όλων αυτών των στοιχείων, που απαρτίζουν την εκκλησία: «Ο Χριστιανός, ας σκεφτεί καλά, όταν μπαίνει στην εκκλησία, ότι μπαίνει σε έναν άλλον παράδεισο. Αυτό, το ίδιο μεγαλείο του Θεού, που βρίσκεται στον ουρανό, βρίσκεται και στην εκκλησία του. Γι' αυτό, ο Χριστιανός πρέπει να εισέλθει με ευλάβεια και δέος».
| Όνομα cookie | Ενεργός |
|---|