Είτε είστε σοβαρός λάτρης της ιστορίας είτε θέλετε απλώς να ρίξετε μια σύντομη ματιά στον πολιτισμό και την ιστορία του Γαβαλοχωρίου, το Λαογραφικό Μουσείο αποτελεί ιδανική επιλογή για μία επίσκεψη. Απέχει μερικά μόλις μέτρα από την κεντρική πλατεία και στεγάζεται σε ένα παραδοσιακό κρητικό σπίτι. Το μουσείο παρουσιάζει τις παραδοσιακές χειροτεχνίες και παραγωγικές δραστηριότητες του Γαβαλοχωρίου, όπως η δαντέλα, η λιθοτεχνία, η ξυλογλυπτική και η αγγειοπλαστική. Στο μουσείο, εκτίθενται ιστορικά αντικείμενα, που κατασκευάστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν από κατοίκους του Γαβαλοχωρίου, τα οποία κατόπιν έγιναν δωρεά ή ανασκάφηκαν από κοντινούς αρχαιολογικούς χώρους.
Ανεβαίνοντας στον κεντρικό όροφο του μουσείου, μην παραλείψετε να δείτε το κρεβάτι, που λειτουργούσε και ως πατητήρι για το πάτημα των σταφυλιών. Επίσης, είναι αξιοθαύμαστη η έκθεση υφασμάτων από δαντέλα, καθώς και κάποιων μεταξωτών νυφικών, ενώ σίγουρα θα χαμογελάσετε, όταν αντικρύσετε το καπέλο της Μαρίας Στυλιανάκη, της συζύγου του ανθρώπου, που δώρισε το κτίριο για να γίνει το μουσείο.
Στον τελευταίο όροφο, βρίσκεται ένα τεράστιο ξυλόγλυπτο τέμπλο -κυριολεκτικά, ένα εικονοστάσι - που χρησιμοποιείται για να διαχωρίζει τον σηκό από το βωμό. Το περίτεχνο αυτό γλυπτό, με τις γλάστρες, τις ροζέτες, τα στροβιλιζόμενα αμπέλια και τις θρησκευτικές φιγούρες, ήταν σκαλισμένο πάνω σε ξύλο από κυπαρίσσια της περιοχής. Χρονολογείται στις αρχές του 19ου αιώνα, και πιθανότατα αφαιρέθηκε από την εκκλησία των Αγίων Σεργίου και Βάκχου, προκειμένου να μην καταστραφεί από τους Τούρκους. Το μουσείο, προσφέρει βασικές ανέσεις για τον κουρασμένο ταξιδιώτη που το επισκέπτεται: Διαθέτει μια ωραία σκιερή αυλή, στην οποία μπορείτε να καθίσετε και να ξεκουραστείτε, καθώς και καθαρή τουαλέτα.
Το Λαογραφικό Μουσείο, ξεκίνησε την λειτουργία του το 1965, από τον πρόεδρο του Γαβαλοχωρίου, τον Βασίλειο Φρονιμάκη, που ενθάρρυνε τους κατοίκους του χωριού να δωρίσουν τα αρχαιολογικά, ιστορικά και λαογραφικά κειμήλια, που εκτίθενται σήμερα στο μουσείο. Όπως έχει δηλώσει και ο ίδιος: «Έκανα κάθε δυνατή προσπάθεια για την αναβίωση της ιστορίας του χωριού μας και ξεκίνησα μια πολύ συστηματική και έντονη πολιτιστική εκστρατεία. Συγκέντρωσα εθνογραφικό υλικό της ευρύτερης περιοχής της κοινότητάς μας, από τον Μεσαίωνα, και φρόντισα για τη διατήρηση των τοπικών μας εθίμων, προστατεύοντάς τα από τη φθορά και το παράνομο εμπόριο αρχαιοτήτων» (Λαογραφικό Μουσείο). Αρχικά, το μουσείο συστεγαζόταν σε ένα κτίριο μαζί με ένα κατάστημα, μια βιβλιοθήκη και το διοικητικό γραφείο του χωριού. Το 1993, το μουσείο μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση, σε ένα σπίτι χτισμένο σύμφωνα με το παραδοσιακό στυλ του Γαβαλοχωρίου. Το κτίριο αυτό χρησιμοποιούταν ως κατοικία μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, ενώ στη συνέχεια ουσιαστικά εγκαταλείφθηκε. Ερειπωμένο και έχοντας πλέον γίνει κοτέτσι, το σπίτι έγινε δωρεά από τους Γιώργο και Μαρία Στυλιανάκη, προκειμένου να γίνει μουσείο.
Όπως είπαμε, το κτίριο αποτελεί δείγμα παραδοσιακού κρητικού σπιτιού. Η είσοδος του μουσείου, είναι το μέρος όπου φυλάσσονταν τα γαϊδούρια — μπορείτε μάλιστα να δείτε το σχοινί που χρησιμοποιούταν για να τα δένει, να κρέμεται πίσω από την υποδοχή. Στα αριστερά σας, καθώς μπαίνετε, είναι το μέρος όπου φυλάσσονταν τα ξύλα για το μαγείρεμα και την θέρμανση, ενώ εκεί υπήρχε κι ένας καναπές, όπου οι γυναίκες μπορούσαν να κάθονται και να συζητούν. Οι εσωτερικές πέτρινες καμάρες, που χρησιμοποιούνται παραδοσιακά κατά την κατασκευή των κρητικών σπιτιών, έδιναν μια αίσθηση αντοχής, ενώ παράλληλα εξασφάλιζαν μία αίσθηση ιδιωτικότητας στους επιμέρους χώρους του σπιτιού.
Η εσωτερική αυλή του σπιτιού προσφέρει ματιές σε διάφορες πτυχές της κρητικής ζωής, κατά το παρελθόν. Οι δύο πέτρινοι νεροχύτες ήταν σκαλισμένοι στο χέρι και χρησιμοποιήθηκαν για το πλύσιμο των ρούχων. Στη γωνία της αυλής υπάρχει μια στέρνα, που τροφοδοτούταν από το νερό της βροχής. Όταν άρχιζαν οι βροχές στα τέλη του φθινοπώρου, οι κάτοικοι του χωριού καθάριζαν τις στέγες τους, έτσι ώστε το νερό που έρεε από αυτές να είναι καθαρό, προκειμένου να αποθηκευτεί στη στέρνα. Επίσης, οι σκάλες, αρχικά, δεν είχαν το κάγκελο που μπορείτε να δείτε τώρα, αλλά, αντίθετα, τον ρόλο αυτόν, τον έπαιζαν οι γλάστρες που υπήρχαν στις άκρες των σκαλοπατιών.
Στο εσωτερικό, υπήρχαν χώροι καθιστικού, καθώς και μια κουζίνα, γύρω από έναν φούρνο. Στον χώρο της κουζίνας, στα αριστερά του τζακιού, μπορείτε να δείτε λάμπες, τις οποίες γέμιζαν με ελαιόλαδο, τις άναβαν και μετά τις κρεμούσαν σε όλο το σπίτι. Το ορθογώνιο ξύλινο καλάθι, που μπορείτε να δείτε, χρησιμοποιούταν για το ζύμωμα του ψωμιού και το κουπί με τη μακριά λαβή χρησιμοποιούταν για να βάζουν και να βγάζουν το ψωμί στο φούρνο. Επίσης, στο επάνω ράφι υπάρχει ένα κουτί, που χρησιμοποιούταν για το άλεσμα του καφέ.
Τα έπιπλα στο «σαλόνι», όπως και σε ολόκληρο το σπίτι, είναι λιτά και λειτουργικά. Μπορείτε να δείτε έναν αργαλειό, έναν μεγάλο καναπέ, ένα σεντούκι για την προίκα της νύφης, λυχνοστάτες για τα φανάρια, χειρόμυλους για το άλεσμα του σιταριού, πήλινα πιθάρια λαδιού και κρασιού, νεροστάμνες, λύρες εκατέρωθεν του καθρέφτη και σίδερα για σιδέρωμα, που δεν γέμιζαν με ζεστό νερό, αλλά με ζεστό κάρβουνο. Στην άκρη του κρεβατιού, υπάρχουν πέτρες, που χρησιμοποιούνταν για το άλεσμα του σιταριού και ένα κόσκινο, που χρησιμοποιούταν για να ξεχωρίζει το σιτάρι από την ήρα.
Θα δείτε, επίσης, μια καρέκλα με ένα μόνο μπράτσο. Αυτό είχε τη χρησιμότητα, να μπορέσουν οι γυναίκες να κινηθούν ελεύθερα, και να δημιουργήσουν νήμα.
Η κούκλα, που θα δείτε, είναι ντυμένη με την παραδοσιακή ανδρική φορεσιά και έχει κουμπωμένο ένα στιλέτο στο ζωνάρι γύρω από την μέση. Η παραδοσιακή ποιμενική ράβδος, η κατσούνα, είναι φτιαγμένη από το ξύλο της αμπελιτσιάς, που κατάγεται από την Κρήτη. Είναι το ιδανικό ξύλο για την κατασκευή της κατσούνας, λόγω της σκληρότητάς του, ωστόσο σήμερα, απαγορεύεται από το νόμο η χρήση του, διότι απαιτείται ένα ολόκληρο νεαρό δέντρο για να φτιαχτεί μόλις μία. Η αμπελιτσιά ταξινομείται ως «ευάλωτο δέντρο» στον κατάλογο των απειλούμενων ειδών της Διεθνούς Ένωσης Προστασίας της Φύσης.
Το νυφικό φόρεμα, που θα δείτε, στην κούκλα που βρίσκεται στο δωμάτιο μεταξουργίας, είναι ένα από τα πολλά παραδείγματα της τέχνης της δαντέλας (κοπανέλι). Το φόρεμα φτιάχτηκε το 1956, εξ ολοκλήρου ως ένα κομμάτι— δεν ράβονταν μεταξύ τους διαφορετικά κομμάτια, όπως φτιάχνονται τα ρούχα σήμερα. Τα κορίτσια άρχιζαν να μαθαίνουν την τεχνική της δαντέλας ήδη από την ηλικία των τεσσάρων ετών, χρησιμοποιώντας ένα μικρότερο μαξιλάρι και μόνο τέσσερα μασούρια. Τα αγόρια, συχνά, ζήλευαν που τα κορίτσια μάθαιναν μια τόσο όμορφη παραδοσιακή τέχνη. Οι γυναίκες μαζεύονταν στον ελεύθερο χρόνο τους, για να φτιάξουν μαζί δαντέλες, ενώ γυναίκες και κορίτσια πήγαιναν για ψώνια στο χωριό ή σε πλανόδιους εμπόρους, χρησιμοποιώντας ως πληρωμή τη δαντέλα που είχαν φτιάξει.
Το τέμπλο, στον τελευταίο όροφο, προήλθε πιθανότατα από την εκκλησία των Αγίων Σεργίου και Βάκχου, που απέχει λίγα μόλις βήματα από το μουσείο. Κατασκευάστηκε στις αρχές του 19ου αιώνα από ξύλο κυπαρισσιού, και σκαλίστηκε με σμίλη και τρυπάνι. Η Μαρία και ο Ιησούς απεικονίζονται επάνω αριστερά, ενώ ο Άγιος Γεώργιος που φαίνεται να σκοτώνει τον δράκο, είναι κάτω δεξιά. Η ταπετσαρία είναι από την εκκλησία της Γεννήσεως της Θεοτόκου και είναι κατασκευασμένη στο χέρι. Ο σταυρός με τη λευκή βάση, βρέθηκε στο δάσος πίσω από την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη.
Η άλλη αίθουσα στον επάνω όροφο του μουσείου, περιέχει μια ποικιλία ιστορικών αντικειμένων. Λαϊκές ζωγραφιές και αφίσες δείχνουν τους Τούρκους να πολεμούν τους Κρητικούς, δείχνουν την ανάσταση της Κρήτης (με τη βοήθεια του Ελευθέριου Βενιζέλου, του Έλληνα πολιτικού, πρωθυπουργού και ηγέτη του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος), ενώ υπάρχει μια αφίσα που δημιουργήθηκε για να θρηνήσει τον Βενιζέλο, όταν πέθανε, και μία με την Ελλάδα να ελευθερώνει τη Μακεδονία. Εκτίθενται, επίσης, όπλα, μερικά από αυτά ανήκαν στους Τούρκους (είναι σημειωμένα με το αστέρι και την ημισέληνο, το σύμβολο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), καθώς και αρχαία βυζαντινά και βενετικά νομίσματα.
Το μουσείο είναι ανοιχτό από 1 Μαΐου έως 31 Οκτωβρίου. Οι ώρες λειτουργίας είναι Δευτέρα – Παρασκευή, 9:00 π.μ. – 6:00 μ.μ., Σάββατα, 9:00 π.μ. – 6:00 μ.μ. και Κυριακές, 11:00 π.μ. – 6:00 μ.μ. Η είσοδος είναι 4 ευρώ. Δωρεάν για παιδιά κάτω των 12 ετών.
Είτε είστε σοβαρός λάτρης της ιστορίας είτε θέλετε απλώς να ρίξετε μια σύντομη ματιά στον πολιτισμό και την ιστορία του Γαβαλοχωρίου, το Λαογραφικό Μουσείο αποτελεί ιδανική επιλογή για μία επίσκεψη. Απέχει μερικά μόλις μέτρα από την κεντρική πλατεία και στεγάζεται σε ένα παραδοσιακό κρητικό σπίτι. Το μουσείο παρουσιάζει τις παραδοσιακές χειροτεχνίες και παραγωγικές δραστηριότητες του Γαβαλοχωρίου, όπως η δαντέλα, η λιθοτεχνία, η ξυλογλυπτική και η αγγειοπλαστική. Στο μουσείο, εκτίθενται ιστορικά αντικείμενα, που κατασκευάστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν από κατοίκους του Γαβαλοχωρίου, τα οποία κατόπιν έγιναν δωρεά ή ανασκάφηκαν από κοντινούς αρχαιολογικούς χώρους.
Ανεβαίνοντας στον κεντρικό όροφο του μουσείου, μην παραλείψετε να δείτε το κρεβάτι, που λειτουργούσε και ως πατητήρι για το πάτημα των σταφυλιών. Επίσης, είναι αξιοθαύμαστη η έκθεση υφασμάτων από δαντέλα, καθώς και κάποιων μεταξωτών νυφικών, ενώ σίγουρα θα χαμογελάσετε, όταν αντικρύσετε το καπέλο της Μαρίας Στυλιανάκη, της συζύγου του ανθρώπου, που δώρισε το κτίριο για να γίνει το μουσείο.
Στον τελευταίο όροφο, βρίσκεται ένα τεράστιο ξυλόγλυπτο τέμπλο -κυριολεκτικά, ένα εικονοστάσι - που χρησιμοποιείται για να διαχωρίζει τον σηκό από το βωμό. Το περίτεχνο αυτό γλυπτό, με τις γλάστρες, τις ροζέτες, τα στροβιλιζόμενα αμπέλια και τις θρησκευτικές φιγούρες, ήταν σκαλισμένο πάνω σε ξύλο από κυπαρίσσια της περιοχής. Χρονολογείται στις αρχές του 19ου αιώνα, και πιθανότατα αφαιρέθηκε από την εκκλησία των Αγίων Σεργίου και Βάκχου, προκειμένου να μην καταστραφεί από τους Τούρκους. Το μουσείο, προσφέρει βασικές ανέσεις για τον κουρασμένο ταξιδιώτη που το επισκέπτεται: Διαθέτει μια ωραία σκιερή αυλή, στην οποία μπορείτε να καθίσετε και να ξεκουραστείτε, καθώς και καθαρή τουαλέτα.
Το Λαογραφικό Μουσείο, ξεκίνησε την λειτουργία του το 1965, από τον πρόεδρο του Γαβαλοχωρίου, τον Βασίλειο Φρονιμάκη, που ενθάρρυνε τους κατοίκους του χωριού να δωρίσουν τα αρχαιολογικά, ιστορικά και λαογραφικά κειμήλια, που εκτίθενται σήμερα στο μουσείο. Όπως έχει δηλώσει και ο ίδιος: «Έκανα κάθε δυνατή προσπάθεια για την αναβίωση της ιστορίας του χωριού μας και ξεκίνησα μια πολύ συστηματική και έντονη πολιτιστική εκστρατεία. Συγκέντρωσα εθνογραφικό υλικό της ευρύτερης περιοχής της κοινότητάς μας, από τον Μεσαίωνα, και φρόντισα για τη διατήρηση των τοπικών μας εθίμων, προστατεύοντάς τα από τη φθορά και το παράνομο εμπόριο αρχαιοτήτων» (Λαογραφικό Μουσείο). Αρχικά, το μουσείο συστεγαζόταν σε ένα κτίριο μαζί με ένα κατάστημα, μια βιβλιοθήκη και το διοικητικό γραφείο του χωριού. Το 1993, το μουσείο μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση, σε ένα σπίτι χτισμένο σύμφωνα με το παραδοσιακό στυλ του Γαβαλοχωρίου. Το κτίριο αυτό χρησιμοποιούταν ως κατοικία μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, ενώ στη συνέχεια ουσιαστικά εγκαταλείφθηκε. Ερειπωμένο και έχοντας πλέον γίνει κοτέτσι, το σπίτι έγινε δωρεά από τους Γιώργο και Μαρία Στυλιανάκη, προκειμένου να γίνει μουσείο.
Όπως είπαμε, το κτίριο αποτελεί δείγμα παραδοσιακού κρητικού σπιτιού. Η είσοδος του μουσείου, είναι το μέρος όπου φυλάσσονταν τα γαϊδούρια — μπορείτε μάλιστα να δείτε το σχοινί που χρησιμοποιούταν για να τα δένει, να κρέμεται πίσω από την υποδοχή. Στα αριστερά σας, καθώς μπαίνετε, είναι το μέρος όπου φυλάσσονταν τα ξύλα για το μαγείρεμα και την θέρμανση, ενώ εκεί υπήρχε κι ένας καναπές, όπου οι γυναίκες μπορούσαν να κάθονται και να συζητούν. Οι εσωτερικές πέτρινες καμάρες, που χρησιμοποιούνται παραδοσιακά κατά την κατασκευή των κρητικών σπιτιών, έδιναν μια αίσθηση αντοχής, ενώ παράλληλα εξασφάλιζαν μία αίσθηση ιδιωτικότητας στους επιμέρους χώρους του σπιτιού.
Η εσωτερική αυλή του σπιτιού προσφέρει ματιές σε διάφορες πτυχές της κρητικής ζωής, κατά το παρελθόν. Οι δύο πέτρινοι νεροχύτες ήταν σκαλισμένοι στο χέρι και χρησιμοποιήθηκαν για το πλύσιμο των ρούχων. Στη γωνία της αυλής υπάρχει μια στέρνα, που τροφοδοτούταν από το νερό της βροχής. Όταν άρχιζαν οι βροχές στα τέλη του φθινοπώρου, οι κάτοικοι του χωριού καθάριζαν τις στέγες τους, έτσι ώστε το νερό που έρεε από αυτές να είναι καθαρό, προκειμένου να αποθηκευτεί στη στέρνα. Επίσης, οι σκάλες, αρχικά, δεν είχαν το κάγκελο που μπορείτε να δείτε τώρα, αλλά, αντίθετα, τον ρόλο αυτόν, τον έπαιζαν οι γλάστρες που υπήρχαν στις άκρες των σκαλοπατιών.
Στο εσωτερικό, υπήρχαν χώροι καθιστικού, καθώς και μια κουζίνα, γύρω από έναν φούρνο. Στον χώρο της κουζίνας, στα αριστερά του τζακιού, μπορείτε να δείτε λάμπες, τις οποίες γέμιζαν με ελαιόλαδο, τις άναβαν και μετά τις κρεμούσαν σε όλο το σπίτι. Το ορθογώνιο ξύλινο καλάθι, που μπορείτε να δείτε, χρησιμοποιούταν για το ζύμωμα του ψωμιού και το κουπί με τη μακριά λαβή χρησιμοποιούταν για να βάζουν και να βγάζουν το ψωμί στο φούρνο. Επίσης, στο επάνω ράφι υπάρχει ένα κουτί, που χρησιμοποιούταν για το άλεσμα του καφέ.
Τα έπιπλα στο «σαλόνι», όπως και σε ολόκληρο το σπίτι, είναι λιτά και λειτουργικά. Μπορείτε να δείτε έναν αργαλειό, έναν μεγάλο καναπέ, ένα σεντούκι για την προίκα της νύφης, λυχνοστάτες για τα φανάρια, χειρόμυλους για το άλεσμα του σιταριού, πήλινα πιθάρια λαδιού και κρασιού, νεροστάμνες, λύρες εκατέρωθεν του καθρέφτη και σίδερα για σιδέρωμα, που δεν γέμιζαν με ζεστό νερό, αλλά με ζεστό κάρβουνο. Στην άκρη του κρεβατιού, υπάρχουν πέτρες, που χρησιμοποιούνταν για το άλεσμα του σιταριού και ένα κόσκινο, που χρησιμοποιούταν για να ξεχωρίζει το σιτάρι από την ήρα.
Θα δείτε, επίσης, μια καρέκλα με ένα μόνο μπράτσο. Αυτό είχε τη χρησιμότητα, να μπορέσουν οι γυναίκες να κινηθούν ελεύθερα, και να δημιουργήσουν νήμα.
Η κούκλα, που θα δείτε, είναι ντυμένη με την παραδοσιακή ανδρική φορεσιά και έχει κουμπωμένο ένα στιλέτο στο ζωνάρι γύρω από την μέση. Η παραδοσιακή ποιμενική ράβδος, η κατσούνα, είναι φτιαγμένη από το ξύλο της αμπελιτσιάς, που κατάγεται από την Κρήτη. Είναι το ιδανικό ξύλο για την κατασκευή της κατσούνας, λόγω της σκληρότητάς του, ωστόσο σήμερα, απαγορεύεται από το νόμο η χρήση του, διότι απαιτείται ένα ολόκληρο νεαρό δέντρο για να φτιαχτεί μόλις μία. Η αμπελιτσιά ταξινομείται ως «ευάλωτο δέντρο» στον κατάλογο των απειλούμενων ειδών της Διεθνούς Ένωσης Προστασίας της Φύσης.
Το νυφικό φόρεμα, που θα δείτε, στην κούκλα που βρίσκεται στο δωμάτιο μεταξουργίας, είναι ένα από τα πολλά παραδείγματα της τέχνης της δαντέλας (κοπανέλι). Το φόρεμα φτιάχτηκε το 1956, εξ ολοκλήρου ως ένα κομμάτι— δεν ράβονταν μεταξύ τους διαφορετικά κομμάτια, όπως φτιάχνονται τα ρούχα σήμερα. Τα κορίτσια άρχιζαν να μαθαίνουν την τεχνική της δαντέλας ήδη από την ηλικία των τεσσάρων ετών, χρησιμοποιώντας ένα μικρότερο μαξιλάρι και μόνο τέσσερα μασούρια. Τα αγόρια, συχνά, ζήλευαν που τα κορίτσια μάθαιναν μια τόσο όμορφη παραδοσιακή τέχνη. Οι γυναίκες μαζεύονταν στον ελεύθερο χρόνο τους, για να φτιάξουν μαζί δαντέλες, ενώ γυναίκες και κορίτσια πήγαιναν για ψώνια στο χωριό ή σε πλανόδιους εμπόρους, χρησιμοποιώντας ως πληρωμή τη δαντέλα που είχαν φτιάξει.
Το τέμπλο, στον τελευταίο όροφο, προήλθε πιθανότατα από την εκκλησία των Αγίων Σεργίου και Βάκχου, που απέχει λίγα μόλις βήματα από το μουσείο. Κατασκευάστηκε στις αρχές του 19ου αιώνα από ξύλο κυπαρισσιού, και σκαλίστηκε με σμίλη και τρυπάνι. Η Μαρία και ο Ιησούς απεικονίζονται επάνω αριστερά, ενώ ο Άγιος Γεώργιος που φαίνεται να σκοτώνει τον δράκο, είναι κάτω δεξιά. Η ταπετσαρία είναι από την εκκλησία της Γεννήσεως της Θεοτόκου και είναι κατασκευασμένη στο χέρι. Ο σταυρός με τη λευκή βάση, βρέθηκε στο δάσος πίσω από την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη.
Η άλλη αίθουσα στον επάνω όροφο του μουσείου, περιέχει μια ποικιλία ιστορικών αντικειμένων. Λαϊκές ζωγραφιές και αφίσες δείχνουν τους Τούρκους να πολεμούν τους Κρητικούς, δείχνουν την ανάσταση της Κρήτης (με τη βοήθεια του Ελευθέριου Βενιζέλου, του Έλληνα πολιτικού, πρωθυπουργού και ηγέτη του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος), ενώ υπάρχει μια αφίσα που δημιουργήθηκε για να θρηνήσει τον Βενιζέλο, όταν πέθανε, και μία με την Ελλάδα να ελευθερώνει τη Μακεδονία. Εκτίθενται, επίσης, όπλα, μερικά από αυτά ανήκαν στους Τούρκους (είναι σημειωμένα με το αστέρι και την ημισέληνο, το σύμβολο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), καθώς και αρχαία βυζαντινά και βενετικά νομίσματα.
Το μουσείο είναι ανοιχτό από 1 Μαΐου έως 31 Οκτωβρίου. Οι ώρες λειτουργίας είναι Δευτέρα – Παρασκευή, 9:00 π.μ. – 6:00 μ.μ., Σάββατα, 9:00 π.μ. – 6:00 μ.μ. και Κυριακές, 11:00 π.μ. – 6:00 μ.μ. Η είσοδος είναι 4 ευρώ. Δωρεάν για παιδιά κάτω των 12 ετών.
Όνομα cookie | Ενεργός |
---|