Αυτή η ενότητα έχει σχεδιαστεί, προκειμένου να σας πληροφορήσει για ορισμένα από τα ιδιαίτερα προϊόντα, ήθη και έθιμα, που είναι πιθανό να συναντήσετε στην Κρήτη, καθώς και στην Ελλάδα γενικότερα, ώστε να μπορέσετε να τα κατανοήσετε καλύτερα.
Τα παξιμάδια μοιάζουν με κομμάτια σκληρού, μπαγιάτικου ψωμιού και μπορεί να τα βρείτε να πωλούνται σε διάφορα μεγέθη και σχήματα. Η ονομασία τους οφείλεται σε έναν Έλληνα κάτοικο της Ρώμης και συγγραφέα βιβλίων μαγειρικής, τον Πάξαμο, ο οποίος φέρεται να τελειοποίησε τον τρόπο παρασκευής τους. Πρακτικά, τα παξιμάδια προέρχονται από ψωμί που ψήνεται δύο φορές. Αρχικά, το ψωμί ζυμώνεται σε καρβέλι και ψήνεται. Κατόπιν, κόβεται σε φέτες και στη συνέχεια ψήνεται ξανά, σε χαμηλή θερμοκρασία για αρκετές ώρες, μέχρι να εξατμιστεί όλη η υγρασία και οι φέτες να σκληρύνουν.
Τα παξιμάδια φτιάχνονται, συνήθως, από ένα μείγμα κριθαριού και αλεύρου ολικής αλέσεως, επειδή το κριθάρι έχει γίνει αρκετά ακριβό και η ανάμειξή του με αλεύρι ολικής αλέσεως κάνει τα παξιμάδια φθηνότερα στην παρασκευή και ευκολότερα στην πέψη.
Ωστόσο, το ερώτημα, που προκύπτει είναι γιατί κάποιος να ψήσει το ψωμί δύο φορές; Η απάντηση είναι ότι τα παξιμάδια δημιουργήθηκαν, προκειμένου το ψωμί να διατηρηθεί για περισσότερο χρόνο, χωρίς να χαλάσει. Με αυτόν τον τρόπο, όσοι έλειπαν από το σπίτι για μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως οι ναυτικοί και οι βοσκοί, μπορούσαν να έχουν μαζί τους κάτι νόστιμο και θρεπτικό για να φάνε.
Πριν δοκιμάσετε να φάτε παξιμάδια, μπορείτε πρώτα να τα μαλακώσετε, βουτώντας τα για λίγο μέσα σε νερό ή ρίχνοντας από επάνω λίγο ελαιόλαδο. Τα παξιμάδια συνδυάζονται με τυριά, ελιές, αλλαντικά κλπ., ενώ μπορούν επίσης να καταναλωθούν ως συνοδευτικό σε γεύματα, αντικαθιστώντας το ψωμί.
Επιπλέον, μπορούν να προστεθούν σε σαλάτες και να πήξουν διάφορες σούπες. Αν επισκεφθείτε κάποια κρητική ταβέρνα, τότε σίγουρα θα βρείτε στο μενού τον «ντάκο». Ο ντάκος δεν είναι τίποτα άλλο από παξιμάδι, πάνω στο οποίο απλώνονται ψιλοκομμένες τομάτες, τυρί και ρίγανη, ενώ στο τέλος περιχύνεται με ελαιόλαδο.
Η μαντινάδα είναι ένα είδος ποιήματος που, αν και συναντάται και σε άλλα ελληνικά νησιά, ωστόσο συνδέεται ιδιαίτερα με την Κρήτη. Οι μαντινάδες, πρωτοεμφανίστηκαν στην Κρήτη τον 15ο αιώνα, κατά τη διάρκεια της Ενετοκρατίας, και αποτελούνται από δύο στίχους, που συνήθως είναι δεκαπεντασύλλαβοι σε ομοιοκαταληξία. Τις λένε σε πανηγύρια, στις ταβέρνες και στις καθημερινές συζητήσεις, ενώ οι περισσότερες δεν είναι καν γραμμένες κάπου.
Μια μαντινάδα μπορεί να ζητήσει ως απάντηση μια άλλη μαντινάδα, οδηγώντας με αυτόν τον τρόπο σε μία ευχάριστη συζήτηση, γεμάτη από επιδέξια αστεία. Ο καθένας μπορεί να δημιουργήσει μαντινάδες, ενώ διοργανώνονται μέχρι και αγώνες μαντινάδων, με την υποστήριξη του Συλλόγου Κρητών Στιχουργών, «Μιχάλη Καυκαλά».
Οι μαντινάδες μοιάζουν κάπως έτσι:
Κάθε λε π τό σε σκέφτο μ αι
κάθε στιγ μ ή μ ου λεί π εις ,
Υ π άρχεις μ ες στο αί μ α μ ου
σαν τον ιό της γρί π ης !
Σε σκέφτομαι κάθε στιγμή,
ποτέ μου λείπεις, είναι αλήθεια,
τρέχεις στο αίμα μου σαν ιός,
σαν κάποιο είδος γρίπης.
Φαντάστηκα την Άνοιξη
με δίχως τον Απρίλη,
Μα δε φαντάστηκα ποτέ
πως με προδώσαν φίλοι!
Φαντάστηκα μια άνοιξη
χωρίς κανένα Μάη
Αλλά ποτέ δεν φανταζόμουν
οι φίλοι μου θα πρόδιδαν.
Αν βρεθείτε στο Γαβαλοχώρι ή στις γύρω περιοχές, τότε πολύ συχνά θα συναντήσετε διάφορους μικροπωλητές να περνάνε με φορτηγάκια μέσα από το χωριό και να διαλαλούν τα προϊόντα τους μέσω μεγαφώνων. Συνήθως, πουλάνε ψάρια ή λαχανικά, ενώ κάποιοι πωλούν τραπέζια, πλαστικές καρέκλες, ρούχα και παπούτσια. Εάν ενδιαφέρεστε να ψωνίσετε κάτι, τότε μπορείτε να κάνετε νόημα στον οδηγό κι εκείνος θα σταματήσει για να σας εξυπηρετήσει. Τέλος, είναι πιθανό να συναντήσετε και κάποια φορτηγάκια που μαζεύουν σίδερα και παλιές συσκευές. Αυτή είναι μία πολύ καλή περίπτωση, αν θέλετε να ξεφορτωθείτε αντίστοιχα πράγματα που δεν χρειάζεστε πια.
Τα φυλαχτά είναι φτιαγμένα από γυαλί ή πορσελάνη, απεικονίζουν ένα «μάτι» και έχουν σχεδιαστεί για να διώχνουν το κακό. Μπορείτε να τα βρείτε πάνω σε περιδέραια, σε βραχιόλια, σε μπρελόκ ή ακόμη και να κρέμονται από τον καθρέφτη ενός αυτοκινήτου.
Η έννοια του «κακού ματιού» χρονολογείται τουλάχιστον από τον 6ο αιώνα π.Χ. και συμβολίζει την μετάδοση αρνητικής ενέργειας από ένα άτομο σε κάποιο άλλο, η οποία μπορεί να προκληθεί από θαυμασμό, φθόνο ή ζήλια.
Τα φυλαχτά, λοιπόν, λειτουργούν ως αντικείμενα πρόληψης, που προστατεύουν τους ιδιοκτήτες τους από το κακό μάτι ή την κακή τύχη.
Ένα άτομο που έχει επηρεαστεί από το κακό μάτι μπορεί να αισθάνεται άσχημα χωρίς προφανή αιτία και να υποφέρει από ζάλη, ναυτία, πονοκεφάλους ή υπνηλία.
Σύμφωνα με την παράδοση, τα άτομα με μπλε ή πράσινα μάτια μπορούν πιο εύκολα να «ματιάσουν» κάποιον άλλον.
Πιθανότατα, η πεποίθηση αυτή να προέρχεται από το γεγονός ότι τα ανοιχτόχρωμα μάτια είναι ασυνήθιστα στους κατοίκους της Μεσογείου.
Εάν ένα άτομο έχει ματιαστεί, τότε ακολουθεί το λεγόμενο «ξεμάτιασμα».
Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία δεν επιδοκιμάζει το τελετουργικό του ξεματιάσματος λόγω της παγανιστικής προέλευσής του, ωστόσο διδάσκει ότι εάν ένα άτομο αισθάνεται άρρωστο χωρίς προφανή λόγο, τότε η αιτία μπορεί να είναι κακά πνεύματα και δαίμονες, που είναι υπηρέτες του διαβόλου.
Αντί για τη χρήση φυλαχτού, η Εκκλησία προτείνει προσευχή και αγιασμό.
Το σπάσιμο των πιάτων ως ελληνική παράδοση έγινε γνωστό στο εξωτερικό, το 1960, με την ταινία «Ποτέ την Κυριακή», στην οποία οι κύριοι χαρακτήρες σπάνε ποτήρια και πιάτα στο πάτωμα, κατά τη διάρκεια ενός γλεντιού.
Παλαιότερα έσπαγαν πιάτα στον τάφο του νεκρού, υποδηλώνοντας το τέλος της ζωής στη γη. Επίσης, το σπάσιμο των πιάτων συμβόλιζε την αφθονία, καθώς τα πιάτα και τα ποτήρια, ενώ θα μπορούσαν να πλυθούν και να ξαναχρησιμοποιηθούν μετά από ένα γλέντι, αντ’ αυτού καταστρέφονταν.
Μάλιστα, κάποια στιγμή, για να καλυφθεί η ζήτηση των πιάτων για σπάσιμο, δημιουργήθηκαν ειδικά γύψινα πιάτα. Στη Θεσσαλονίκη, τη δεκαετία του 1960, υπήρχαν 53 κατασκευαστές γύψινων πιάτων, με 100.000 πιάτα να θρυμματίζονται στην Ελλάδα κάθε μήνα (τώρα υπάρχει μόνο ένας κατασκευαστής, οι Αδελφοί Τσιρούλη στη Θεσσαλονίκη).
Το 1969, η στρατιωτική δικτατορία της Ελλάδας απαγόρευσε το σπάσιμο πιάτων σε νυχτερινά κέντρα και ταβέρνες. Στη θέση του σπασίματος των πιάτων, οι θαμώνες μπορούσαν να αγοράσουν δίσκους με λουλούδια, προκειμένου να τα πετάξουν στους καλλιτέχνες σε ένδειξη θαυμασμού και χαράς.
Η πρακτική του σπασίματος των πιάτων αναβίωσε τη δεκαετία του 1980, μετά την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ήταν η εποχή που οι Έλληνες συνέρρεαν σε μπουζούκια και φανταχτερά νυχτερινά κέντρα με ζωντανή λαϊκή μουσική, για χορό και διασκέδαση.
Η εποχή αυτή έληξε το 1994, όταν ψηφίστηκε νόμος που έθετε αυστηρό ωράριο λειτουργίας στα μπουζούκια.
Στις μέρες μας, το σπάσιμο των πιάτων είναι πια σπάνιο και τις περισσότερες φορές αποτελεί μια ατραξιόν που απευθύνεται σε τουρίστες.
Ωστόσο, σαν ανάμνηση αυτής της συνήθειας, αν κάποιος σπάσει κατά λάθος κάτι σε ένα εστιατόριο, τότε μπορεί να ακούσετε έναν από τους υπόλοιπους θαμώνες να φωνάζει «σπάσ’τα!».
Υπάρχουν δύο εκδοχές για την προέλευση του κομπολογιού. Η μία εκδοχή, λέει ότι προέρχεται από μοναχούς του Αγίου Όρους, οι οποίοι άρχισαν να φτιάχνουν κομπολόγια, δένοντας κόμπους σε ένα κομμάτι κορδόνι, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, προκειμένου να σημειώνουν τις προσευχές τους. Η άλλη εκδοχή, υποστηρίζει ότι αυτά εισήχθησαν στην Ελλάδα από τους Τούρκους, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν ένα είδος κομπολογιού με 33 χάντρες.
Ως συμβολική μορφή αντίστασης κατά των Τούρκων, οι Έλληνες μείωσαν τον αριθμό των χαντρών σε 23. Πάντως, όποια εκδοχή και αν ισχύει, οι Έλληνες έχουν υιοθετήσει τη χρήση του κομπολογιού για χαλάρωση και εκτόνωση του άγχους, ενώ βοηθά και όσους προσπαθούν να κόψουν το κάπνισμα, επειδή τους δίνει κάτι για να απασχολούν τα χέρια τους.
Τα κομπολόγια έχουν συνήθως περιττό αριθμό χαντρών, που καταλήγουν σε μια θηλιά από μεταξωτό νήμα. Οι χάντρες μπορεί να είναι φτιαγμένες από οτιδήποτε, όπως πλαστικό, μάρμαρο, κεχριμπάρι ή ασήμι. Η κορυφή της θηλιάς έχει μια σταθερή κύρια χάντρα, που ονομάζεται «ιερέας», η οποία συχνά είναι εντελώς διαφορετική από όλες τις υπόλοιπες. Μια «ασπίδα» χωρίζει τις δύο κλωστές και βοηθά τις χάντρες να ρέουν ελεύθερα.
Τέλος, υπάρχει μια φούντα, που είναι δεμένη στην άκρη του σπάγκου, πίσω από τον «ιερέα», αν και στις μέρες μας μπορείς να βρεις κομπολόγια χωρίς τη φούντα, διότι οι νεότεροι Έλληνες τη θεωρούν ξεπερασμένη. Στο παρελθόν, τα κομπολόγια χρησιμοποιούνταν μόνο από άνδρες, αλλά τώρα πια δεν ισχύει κάτι τέτοιο.
Το «Ώπα!» είναι ένα επιφώνημα ή μια έκφραση, που πρακτικά δε σημαίνει τίποτα, ωστόσο χρησιμοποιείται για να εκφράσει μια ποικιλία συναισθημάτων.
Μπορεί να εκφράζει ενθουσιασμό (θα το ακούσετε να το φωνάζουν άνθρωποι που χορεύουν), μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να επιστήσει την προσοχή κάποιου ή ακόμα και να εκφράζει έκπληξη, σοκ, δυσπιστία, απογοήτευση ή αποδοκιμασία. Το «Ώπα!» χρησιμοποιείται κυρίως στην καθημερινή ομιλία, επομένως είναι πολύ πιθανό να το ακούσετε, ενώ βρίσκεστε στην Κρήτη.
Τα εικονοστάσια μοιάζουν με μικρά εκκλησάκια και βρίσκονται στην άκρη του δρόμου είτε για να μνημονεύουν ανθρώπους που έχασαν τη ζωή τους σε κάποιο τροχαίο δυστύχημα, είτε ως ένδειξη ευγνωμοσύνης από τον επιζώντα ενός τέτοιου θανατηφόρου δυστυχήματος.
Συχνά, πίσω από το τζαμάκι τους, θα δείτε ένα αναμμένο κερί, μια εικόνα του νεκρού ή του επιζώντος, λίγα προσωπικά αντικείμενα και μερικά λουλούδια.
Σε όλη την Κρήτη, υπάρχουν διάσπαρτα εικονοστάσια στο πλάι των δρόμων. Δυστυχώς, αυτό συμβαίνει, διότι η Ελλάδα έχει το έβδομο υψηλότερο ποσοστό θανάτων από τροχαία ατυχήματα και το υψηλότερο ποσοστό θανάτων από ατυχήματα μονού οχήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η κακή ποιότητα του οδικού δικτύου σε συνδυασμό με την ανύπαρκτη οδηγική παιδεία των Ελλήνων, είναι δύο μόνο λόγοι για αυτήν τη θλιβερή πρωτιά.
Το κηδειόχαρτο μοιάζει με μικρή αφίσα και μπορεί να το βρείτε αναρτημένο σε κολώνες ή σε πόρτες καταστημάτων. Το κηδειόχαρτο αναγγέλλει τον θάνατο και την κηδεία κάποιου ή ένα μνημόσυνο. Συνήθως, αναφέρει το όνομα και την ηλικία του νεκρού, καθώς και τα ονόματα των συγγενών, που ενημερώνουν για το συμβάν.
Στην Ελλάδα, οι κηδείες γίνονται συνήθως μέσα σε 24 ώρες από τον θάνατο κάποιου, οποιαδήποτε ημέρα της εβδομάδας. Πριν από την κηδεία, το φέρετρο μεταφέρεται στην εκκλησία από συγγενείς και φίλους του νεκρού για εκκλησιασμό, ενώ στη συνέχεια μεταφέρεται στο νεκροταφείο για την ταφή. Ακολουθεί συγκέντρωση στο σπίτι του αποθανόντος ή σε κοντινό καφενείο. Οι γυναίκες, συνήθως, φορούν μαύρα για τουλάχιστον 40 ημέρες μετά τον θάνατο και οι άνδρες ενδέχεται να μην ξυριστούν για 40 ημέρες.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, το κηδειόχαρτο μπορεί να αναγγέλλει και ένα μνημόσυνο. Το μνημόσυνο μπορεί να γίνει στις 40 ημέρες από τον θάνατο κάποιου, στη συμπλήρωση ενός χρόνου από αυτόν κλπ. Η οικογένεια του νεκρού κανονίζει τα πάντα σχετικά με την τελετή, ενώ συνηθώς ακολουθεί φαγητό και καφές είτε έξω από την εκκλησία είτε σε τοπική ταβέρνα.
Τα τελευταία χρόνια, λόγω έλλειψης χώρου στα νεκροταφεία, λόγω υψηλού κόστους συντήρησης ενός τάφου ή κατόπιν ιδεολογικής επιλογής, πολλοί καταφεύγουν στη λύση της αποτέφρωσης για τα αγαπημένα τους πρόσωπα.
Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία αντιτίθεται στην αποτέφρωση, επειδή διδάσκει ότι ένα σώμα πρέπει να ταφεί, για να αναστηθεί κατά τη Δευτέρα Παρουσία. Η διαδικασία της αποτέφρωσης ήταν παράνομη στην Ελλάδα μέχρι το 2006, όποτε και το ελληνικό κοινοβούλιο ψήφισε να επιτραπεί η κατασκευή δημόσιων αποτεφρωτηρίων. Μέχρι τότε, όσοι ήθελαν να αποτεφρώσουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα, έπρεπε να ταξιδέψουν ως τη Σόφια της Βουλγαρίας, όπου βρισκόταν το πλησιέστερο δημόσιο αποτεφρωτήριο. Επειδή οι Έλληνες πολιτικοί δεν θέλουν να ρισκάρουν την οργή της Εκκλησίας και τη σύγκρουση μαζί της, δεν έχουν κατασκευαστεί ακόμη δημόσια αποτεφρωτήρια στην Ελλάδα. Κάποιες συνομιλίες έχουν ξεκινήσει πρόσφατα, προκειμένου να ανοίξει ένα δημόσιο αποτεφρωτήριο στην Πάτρα, ενώ, αυτήν τη στιγμή, υπάρχει ένα μόνο ιδιωτικό αποτεφρωτήριο στη Ριτσώνα της Εύβοιας, μια πόλη περίπου δύο ώρες μακριά από την Αθήνα.
Όνομα cookie | Ενεργός |
---|