Αυτός ο ιστότοπος δεν έχει σχεδιαστεί για να σας παρέχει την ολοκληρωμένη και λεπτομερή ιστορία της Κρήτης. Καθώς, όμως, περιπλανιέστε στο νησί και ακούτε για τους Ενετούς, τους Βυζαντινούς, τους Ρωμαίους και τους Μινωίτες, ίσως αρχίσετε να αναρωτιέστε τι σχέση είχαν όλοι αυτοί οι λαοί με το νησί. Στις παρακάτω σελίδες, θα γνωρίσετε ποιος ήταν ο εκάστοτε κυρίαρχος και τι συνέβαινε στην Κρήτη σε κρίσιμες χρονικές περιόδους της ιστορίας.
Ορισμένοι ερευνητές λένε ότι ο Δίας γεννήθηκε και μεγάλωσε στο όρος Λύκαιον της Αρκαδίας, στο κεντρικό και ανατολικό τμήμα της χερσονήσου της Πελοποννήσου, στην ηπειρωτική Ελλάδα. Στο σημείο αυτό βρέθηκαν στοιχεία λατρείας κάποιας θεότητας, που χρονολογούνται από το 3000 π.Χ. Άλλοι ερευνητές, ωστόσο, υποστηρίζουν ότι ο Δίας γεννήθηκε σε μια σπηλιά στην Κρήτη, ενώ μερικοί λένε ότι γεννήθηκε μεν στο όρος Λύκαιον, αλλά στη συνέχεια μεταφέρθηκε σε μια σπηλιά της Κρήτης, όπου μεγάλωσε. Όλες οι εκδοχές της ιστορίας, ωστόσο, ξεκινούν με τον Ουρανό, έναν τυραννικό θεό, που δολοφονήθηκε από τον μικρότερο γιο του, τον Τιτάνα Κρόνο (οι Τιτάνες ήταν η γενιά των θεών, που προηγήθηκαν των Ολύμπιων θεών). Όντας ετοιμοθάνατος, ο Ουρανός καταράστηκε τον Κρόνο, λέγοντας ότι, στο μέλλον, ένας από τους γιους του θα τον σκότωνε, όπως ακριβώς και ο ίδιος είχε σκοτώσει τον πατέρα του. Έτσι, για προληπτικούς λόγους, ο Κρόνος κατάπιε τα πρώτα πέντε παιδιά, που γέννησε η γυναίκα του, η Ρέα. Η Ρέα, όμως, αποφάσισε να ξεγελάσει τον Κρόνο και να σώσει το έκτο παιδί της, τον Δία. Έτσι, όταν γεννήθηκε ο Δίας, η Ρέα έδωσε στον Κρόνο μια πέτρα τυλιγμένη με σπάργανα, την οποία αυτός κατάπιε, πιστεύοντας ότι η πέτρα ήταν το ίδιο το νεογέννητο. Έπειτα, η Ρέα έκρυψε τον Δία σε μια σπηλιά στην Κρήτη, όπου νεαροί Κρήτες πολεμιστές, οι Κουρήτες, τον φύλαγαν, φωνάζοντας και χτυπώντας τις ασπίδες τους, κάθε φορά που ο Δίας έκλαιγε, για να μην τον ανακαλύψουν. Τα δύο σπήλαια που αναφέρονται συχνότερα ως τόποι κατοικίας του Δία, είναι το Σπήλαιο Δικταίου Άντρου, πάνω από το χωριό Ψυχρό, στην πεδιάδα του Λασιθίου, στην Ανατολική Κρήτη και το Ιδαίον Άντρο, στις πλαγιές του όρους Ίδη (που ονομάζεται επίσης «Ψηλορείτης»), στην κεντρική Κρήτη, κοντά στο χωριό Ανώγεια.
Η Κρήτη κατοικήθηκε ήδη από το 7000 π.Χ., κατά τη νεολιθική περίοδο, που διήρκεσε περίπου μέχρι το 3000 π.Χ. Αυτοί οι πρώτοι κάτοικοι, πιθανότατα κατάγονταν από την Μικρά Ασία και τη Βόρεια Αφρική. Χαρακτηριστικά του πολιτισμού αυτής της περιόδου ήταν εξημέρωση των ζώων, η καλλιέργεια της γης και η τροποποίηση των πέτρινων εργαλείων μέσω γυαλίσματος και λείανσης. Επειδή καλλιεργούσαν (σε μεγάλο βαθμό σιτάρι, ελιές και αμπέλια), αυτοί οι πρώτοι κάτοικοι μπόρεσαν να απελευθερωθούν από τη νομαδική κυνηγετική-συλλεκτική μορφή οικονομίας, γεγονός που τους επέτρεψε να συγκεντρώνονται σε τοποθεσίες, να χτίζουν κατοικίες από λάσπη και τούβλα ή να κατοικούν μέσα σε σπηλιές. Επειδή δεν ήταν συνεχώς σε κίνηση, είχαν επίσης τον χρόνο να ασχοληθούν με χειροτεχνίες, όπως η αγγειοπλαστική και η υφαντική.
Η Μινωική Κρήτη, ο πρώτος και ο μεγαλύτερος πολιτισμός της Ευρώπης, πέρασε από τρεις φάσεις—(1) την Προανακτορική περίοδο, που σημαδεύτηκε από την πρώιμη ανάπτυξη της γεωργίας, του εμπορίου και της βιοτεχνίας, (2) την Παλαιονακτορική περίοδο, οπότε κατασκευάστηκαν τα πρώτα ανάκτορα, και (3) την Νεοανακτορική περίοδο.
Κατά την Προανακτορική περίοδο, περίπου 2600-1900 π.Χ., άνθισε ένας εντελώς άγνωστος σε εμάς πολιτισμός. Χαρακτηρίστηκε από την κατασκευή μνημειακών τάφων, την οικοδόμηση ιερών στα υψηλότερα σημεία των οικισμών και μια άρχουσα θρησκευτική τάξη, που κατοικούσε σε ανάκτορα. Τα χωριά εξαπλώθηκαν σε όλο το νησί, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ενώ αναπτύχθηκαν εξελιγμένες μορφές χειροτεχνίας, όπως η μεταλλοτεχνία, η κοπή λίθων, η κατασκευή κοσμημάτων, η υφαντική και η κεραμική. Οι ελιές και τα σταφύλια άρχισαν να γίνονται βασικά αγροτικά προϊόντα, ενώ η Κρήτη ξεκίνησε να εμπορεύεται και να εξάγει υψηλής ποιότητας, προϊόντα στην Αίγυπτο, στις Κυκλάδες και στην Μέση Ανατολή. Όταν ο Βρετανός αρχαιολόγος, Άρθουρ Έβανς, άρχισε τις ανασκαφές στην Κνωσό, έπρεπε να δώσει ένα όνομα σε αυτόν τον πολιτισμό. Προκειμένου να τον ξεχωρίσει από τον Μυκηναϊκό πολιτισμό, τον ονόμασε «Μινωικό», προς τιμή του θρυλικού βασιλιά, Μίνωα.
Η περίοδος των Πρώτων Ανακτόρων ή Παλαιονακτορική, 1900-1700 π.Χ., ήταν η εποχή που εμφανίστηκαν τα μεγάλα σύνθετα κέντρα της Κνωσού, των Μαλίων, της Φαιστού και της Ζάκρου, που σήμερα ονομάζουμε ανάκτορα, και τα οποία ενδέχεται να ήταν διοικητικά κέντρα ή ναοί. Ήταν μεγάλα κτιριακά συγκροτήματα, εξοπλισμένα με τα πρώτα γνωστά υδραυλικά συστήματα της εποχής, ήταν πλούσια διακοσμημένα και διέθεταν μεγάλες αποθήκες, γεγονός που μαρτυρά τον πιθανό ρόλο τους ως κέντρα αναδιανομής ή θησαυροφυλάκια. Ο πολιτισμός αυτής της περιόδου, χαρακτηρίζεται από λιθόστρωτους δρόμους, που διέσχιζαν το νησί, μεγάλα έργα άρδευσης και ένα πρώιμο σύστημα γραφής. Επίσης, άκμασαν οι τέχνες, ενώ η λιθοτεχνία, η τοιχογραφία και η κεραμική παρουσίασαν μεγάλη άνθηση. Η ακμάζουσα και ισχυρή θαλάσσια εμπορική οικονομία της περιόδου, διαφαίνεται μέσα από την πληθώρα κρητικών χάλκινων τεχνουργημάτων και κεραμικών, που έχουν βρεθεί σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο. Γύρω στο 1700 π.Χ., μια μεγάλη καταστροφή—πιθανότατα ένας ισχυρός σεισμός— κατέστρεψε τα ανάκτορα και μαζί με αυτά ένα μεγάλο μέρος του πολιτισμού στην Κρήτη.
Όλα τα ερείπια των ανακτόρων, στα οποία συρρέουν τώρα οι επισκέπτες, χρονολογούνται κατά την Νεοανακτορική περίοδο, 1700-1450 π.Χ.. Είναι η περίοδος που τείνουμε να θεωρούμε ως το απόγειο του Μινωικού πολιτισμού. Μετά την καταστροφή, τα προηγούμενα ανάκτορα, ξαναχτίστηκαν με τον ίδιο τρόπο, αλλά πολύ πιο σταθερά, προκειμένου να αντέχουν καλύτερα τους σεισμούς. Διέθεταν πιο όμορφα και κομψά δωμάτια, ήταν διακοσμημένα με πολύχρωμες τοιχογραφίες, διέθεταν πιο εξελιγμένα υδραυλικά συστήματα, ενώ χτίστηκαν μεγαλύτερα εργαστήρια και χώροι για θρησκευτικές τελετές. Η χρήση του γλωσσικού συστήματος, που ανέπτυξαν οι Μινωίτες, έγινε ευρέως διαδεδομένη. Η ευημερία δεν περιοριζόταν μόνο στην ελίτ, που διέμενε στα ανάκτορα - κομψές βίλες χτίστηκαν, επίσης, έξω από τα ανάκτορα, ενώ διάσπαρτα σε όλη την ύπαιθρο υπήρχαν αγροκτήματα με φούρνους αγγειοπλαστικής, πατητήρια κρασιού και αργαλειούς. Οι ταφές έγιναν πιο περίτεχνες, ενώ οι νεκροί εναποθέτονταν μέσα σε ζωγραφισμένες πήλινες σαρκοφάγους ή πέτρινα φέρετρα. Το 1450 π.Χ., τα περίτεχνα αυτά κτιριακά συγκροτήματα καταστράφηκαν για άλλη μια φορά ολοσχερώς, αλλά η αιτία είναι άγνωστη. Η κοινή άποψη που είχαν κάποτε διατυπώσει οι ερευνητές, ήταν ότι η ηφαιστειακή έκρηξη της Σαντορίνης και το παλιρροϊκό κύμα που ακολούθησε, είναι το γεγονός που πιθανότατα οδήγησε στην καταστροφή, ωστόσο η χρονολόγηση με άνθρακα, προσδιορίζει τώρα ότι η έκρηξη του ηφαιστείου συνέβη μισό αιώνα νωρίτερα. Άλλες θεωρίες υποστηρίζουν ότι για την καταστροφή ευθύνονται η εισβολή λαών από την ηπειρωτική Ελλάδα ή οι εμφύλιες συγκρούσεις στο νησί ή ίσως και τα δύο μαζί. Ωστόσο, αυτή τη φορά, ο Μινωικός πολιτισμός δεν κατάφερε να ανακάμψει ξανά.
Ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά, για να φανερώσουν τι συνέβη στη συνέχεια. Το ανάκτορο της Κνωσού ξαναχτίστηκε, μετά τις εκτεταμένες καταστροφές, αλλά κάηκε εκ νέου το 1380 π.Χ., οπότε και δεν ξαναχτίστηκε. Η Κρήτη έγινε υποτελής της Μυκηναϊκής Ελλάδας όταν, περίπου το 1100 π.Χ., οι Δωριείς κυριάρχησαν στο νησί, είτε μέσω μαζικής μετανάστευσης και εποικισμού είτε μέσω εισβολής και πολέμου. Οι Δωριείς θεωρούνται ως μια από τις τέσσερις μεγάλες εθνότητες της κλασικής Ελλάδας και πιθανότατα κατάγονται από τις ορεινές περιοχές της Βόρειας Ελλάδας, όπως η Μακεδονία και η Ήπειρος. Οι Δωριείς είχαν τη φήμη του βάναυσου λαού και αυτή η ιστορική περίοδος, θεωρείται συχνά ως μια σκοτεινή εποχή για τον πολιτισμό. Διέθεταν προηγμένα σιδερένια όπλα, ενώ είχαν οργανώσει μια κοινωνία, στην οποία οι γυναίκες είχαν μεγαλύτερη ελευθερία και οικονομική δύναμη από τις γυναίκες άλλων ελληνικών εθνοτήτων.
Καθώς η ηπειρωτική Ελλάδα εισερχόταν στην Κλασική ή Χρυσή εποχή της, τον 5ο αιώνα π.Χ. (500-323 π.Χ.) και κατόπιν στην Ελληνιστική περίοδο (323-146 π.Χ.), η Κρήτη παρέμεινε, σε μεγάλο βαθμό, αμέτοχη σε όσα συνέβαιναν στον κλασικό ελληνικό κόσμο. Οι πόλεις-κράτη που είχαν σχηματιστεί στην Κρήτη, συμπεριλαμβανομένων εκείνων στην Άπτερα και στην Ελεύθερνα, ήταν ανεξάρτητες μεταξύ τους και είχαν η καθεμία τη δική της επικράτεια, τη δική της κεντρική πόλη και ακρόπολη και τα δικά της αμυντικά τείχη. Ορισμένες από αυτές τις πόλεις-κράτη, που είχαν στόλους, στράφηκαν στην πειρατεία. Αυτή, επίσης, την εποχή πολλοί Κρήτες μισθοφόροι συμμετείχαν στις εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Ιουλίου Καίσαρα.
Οι Ρωμαίοι εισέβαλαν στην Κρήτη το 69 π.Χ., λόγω της στρατηγικής της θέσης, και μέσα σε δύο χρόνια κατάφεραν να εξαλείψουν κάθε αντίσταση στο νησί. Έτσι η Κρήτη έγινε μέρος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που κυριάρχησε στην Ευρώπη για τα επόμενα 400 χρόνια. Ο ερχομός των Ρωμαίων έφερε ειρήνη και ευημερία. Το εμπόριο άνθησε και δημόσια έργα, όπως δρόμοι, υδραγωγεία και γέφυρες κατασκευάστηκαν σε όλο το νησί. Ρωμαϊκά κτίρια, μνημεία και πολυτελείς βίλες χτίστηκαν σε μέρη, όπως η Άπτερα, η Κνωσός και η Γόρτυνα. Επίσης, ο πληθυσμός άρχισε να εξαπλώνεται στις παραθαλάσσιες περιοχές, δημιουργώντας μεγάλους οικισμούς. Ο απόστολος Παύλος ήταν εκείνος που όρισε έναν από τους Έλληνες μαθητές του, τον Τίτο, να ιδρύσει την πρώτη εκκλησία στη Γόρτυνα το 58 μ.Χ. Κάπως έτσι, ξεκίνησε η μακραίωνη παράδοση του Χριστιανισμού στην Κρήτη, ενώ ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο, όταν ο ίδιος ο απόστολος Παύλος επισκέφθηκε το νησί το 47 μ.Χ..
Όταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία χωρίστηκε σε έναν δυτικό τομέα (με πρωτεύουσα την Ρώμη) και σε έναν ανατολικό τομέα (με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη), η Κρήτη έγινε μέρος της Ανατολικής ή Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Αυτή υπήρξε μια περίοδος σχετικής ειρήνης και ευημερίας. Την εποχή αυτή κατασκευάστηκαν οι πρώτες εκκλησίες σε όλο το νησί, ακολουθώντας την τυπική ρωμαϊκή αρχιτεκτονική. Το εσωτερικό της εκκλησίας χωρίστηκε σε τρία κλίτη με εσωτερικές κιονοστοιχίες και προστέθηκαν μία ή τρεις αψίδες στο ανατολικό άκρο, για να σχηματίσουν το ιερό. Στο δυτικό άκρο, βρισκόταν ο νάρθηκας, που εκτεινόταν σε όλο το πλάτος του κτιρίου. Η καλύτερα διατηρημένη εκκλησία, με αυτήν την τεχνοτροπία, είναι η εκκλησία του Αγίου Τίτου, που βρίσκεται στη Γόρτυνα.
Η βυζαντινή κυριαρχία διακόπηκε, για εκατό περίπου χρόνια, όταν Άραβες μουσουλμάνοι από την Ισπανία (γνωστοί ως Σαρακηνοί) πήραν τον έλεγχο του νησιού το 824 μ.Χ. και δημιούργησαν το Εμιράτο της Κρήτης. Επέβαλαν τη μουσουλμανική θρησκεία και ανάγκασαν πολλούς από τους κατοίκους να αλλαξοπιστήσουν. Οι Άραβες δεν προσέφεραν πολλά ούτε στον πολιτισμό ούτε στο εμπόριο, εν μέρει επειδή η κύρια δραστηριότητά τους ήταν η πειρατεία. Αυτήν την περίοδο, τα κρητικά πλοία λεηλάτησαν ανηλεώς τις ακτές του βυζαντινού κράτους, ληστεύοντας τους κατοίκους τους και πουλώντας τους συχνά ως σκλάβους. Η κακή φήμη των Σαρακηνών χρησιμοποιούταν στο, όχι και πολύ μακρινό παρελθόν, από τους κατοίκους του Γαβαλοχωρίου, προκειμένου να απειλήσουν τα παιδιά τους, ώστε να μάθουν να συμπεριφέρονται σωστά. Όταν αναφέρονταν τους Σαρακηνούς, έλεγαν στα παιδιά: «Θα σε δώσω στον Σαρακηνό» ή «Μην βγεις γιατί θα σε πάρουν οι Σαρακηνοί» ή «Θα σε σφάξουν οι Σαρακηνοί». Επίσης, αν δεν συμπαθούσαν κάποιον, τότε έλεγαν: «Αυτός είναι Σαρακηνός».
Η Κρήτη επέστρεψε στην κατοχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το 961 μ.Χ., χάρη στον Βυζαντινό στρατηγό και μετέπειτα αυτοκράτορα, Νικηφόρο Φωκά. Εκείνος ανέλαβε να εκχριστιανίσει εκ νέου την Κρήτη, χρησιμοποιώντας διάφορα μέτρα, διότι πολλοί Κρητικοί είχαν εξισλαμιστεί κατά την προηγούμενη ιστορική περίοδο. Μετέτρεψε τα μουσουλμανικά τζαμιά σε χριστιανικές εκκλησίες, έχτισε νέες εκκλησίες, ενθάρρυνε τους χριστιανούς, που ζούσαν στο εξωτερικό, να μετακομίσουν στην Κρήτη, δίνοντάς τους γη, επανίδρυσε δώδεκα επισκοπές και κατέστησε το Ηράκλειο έδρα του Αρχιεπισκόπου Κρήτης. Έστειλε, επίσης, μια ομάδα ιεραπόστολων, με επικεφαλής τον μοναχό Όσιο Νίκωνα, να κηρύξει τον Χριστιανισμό σε όλο το νησί. Οι αφηγήσεις του ιεραποστολικού του ζήλου λένε ότι διέσχισε την Κρήτη, από τη μια άκρη στην άλλη, μέσα σε μια μέρα, φωνάζοντας σε όλους όσους συναντούσε: «Μετανοήστε!». Έτσι, η έννοια της μετάνοια συνδέθηκε στενά με το όνομά του, και συχνά αποκαλείται Όσιος Νίκων ο «Μετανοείτε».
Αν και η Κρήτη είχε παραχωρηθεί επίσημα στη Βενετία, οι Ενετοί χρειάστηκε να πολεμήσουν για τέσσερα χρόνια, προκειμένου να πάρουν τον έλεγχο του νησιού. Στην Κρήτη παρέμειναν για περισσότερα από 400 χρόνια. Ενώ ήταν υπερπόντια αποικία της Δημοκρατίας της Βενετίας, η Κρήτη ήταν γνωστή ως το «Βασίλειο της Κάντιας», από το όνομα της πρωτεύουσάς της, Candia (τώρα, Ηράκλειο). Η Κρήτη ήταν μια ανεκτίμητη προσθήκη στην ενετική ναυτική αυτοκρατορία, επειδή τα λιμάνια της έδιναν πρόσβαση στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ η γη της προμήθευε τροφή για τους Ενετούς ναυτικούς και ξυλεία για τα πλοία τους. Οι Βενετοί επέβαλαν το δικό τους μοντέλο διακυβέρνησης στο νησί, διαιρώντας την Κρήτη σε έξι μέρη ή σεστιέρια, που ελέγχονταν από έναν δικαστή από το Ηράκλειο. Σε αυτήν την εποχή χρονολογούνται τα σημερινά χωριά στον Αποκόρωνα, ενώ και ίδιο το όνομά του, προέρχεται από το κάστρο του Αποκόρωνα, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην άμυνα του νησιού.
Αν και η Κρήτη είχε παραχωρηθεί επίσημα στη Βενετία, οι Ενετοί χρειάστηκε να πολεμήσουν για τέσσερα χρόνια, προκειμένου να πάρουν τον έλεγχο του νησιού. Στην Κρήτη παρέμειναν για περισσότερα από 400 χρόνια. Ενώ ήταν υπερπόντια αποικία της Δημοκρατίας της Βενετίας, η Κρήτη ήταν γνωστή ως το «Βασίλειο της Κάντιας», από το όνομα της πρωτεύουσάς της, Candia (τώρα, Ηράκλειο). Η Κρήτη ήταν μια ανεκτίμητη προσθήκη στην ενετική ναυτική αυτοκρατορία, επειδή τα λιμάνια της έδιναν πρόσβαση στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ η γη της προμήθευε τροφή για τους Ενετούς ναυτικούς και ξυλεία για τα πλοία τους. Οι Βενετοί επέβαλαν το δικό τους μοντέλο διακυβέρνησης στο νησί, διαιρώντας την Κρήτη σε έξι μέρη ή σεστιέρια, που ελέγχονταν από έναν δικαστή από το Ηράκλειο. Σε αυτήν την εποχή χρονολογούνται τα σημερινά χωριά στον Αποκόρωνα, ενώ και ίδιο το όνομά του, προέρχεται από το κάστρο του Αποκόρωνα, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην άμυνα του νησιού.
Οι Ενετοί αντικατέστησαν τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό με τον Καθολικισμό, ως επίσημη θρησκεία, κάτι που δεν άρεσε καθόλου στους Κρητικούς. Έτσι, οι εξεγέρσεις ήταν συχνές, κατά τον πρώτο αιώνα της Ενετοκρατίας. Μόλις εγκαθιδρύθηκε η άβολη συνύπαρξη μεταξύ των Ενετών και των Κρητικών, οι Κρήτες ωφελήθηκαν ιδιαίτερα από τον βενετσιάνικο πολιτισμό και, κατά την τελευταία περίοδο της Ενετοκρατίας, η ζωγραφική, η λογοτεχνία, η αρχιτεκτονική, το τραγούδι και η ποίηση άκμασαν στην Κρήτη. Τα μεγάλα μοναστήρια του νησιού έγιναν κέντρα ελληνομάθειας και ανέπτυξαν σπουδαίες βιβλιοθήκες.
Ένας από τους πιο διάσημους Κρητικούς, ο καλλιτέχνης Δομίνικος Θεοτοκόπουλος, πιο γνωστός ως Ελ Γκρέκο (Ο Έλληνας), γεννήθηκε το 1541, κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας στην Κρήτη. Γεννημένος στο σημερινό Ηράκλειο, μεγάλωσε σε μια εποχή ιδιαίτερης καλλιτεχνικής δραστηριότητας, καθότι πολλοί από τους συγγραφείς και τους καλλιτέχνες, που είχαν εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη μετά την κατάκτησή της από τους Τούρκους το 1453, είχαν εγκατασταθεί στην Κρήτη. Στη συνέχεια, ο Ελ Γκρέκο πήγε στη Βενετία, για να συνεχίσει τις σπουδές του, και κατόπιν μετακόμισε στο Τολέδο της Ισπανίας, όπου δημιούργησε πίνακες με νέες και ασυνήθιστες ερμηνείες παραδοσιακών θρησκευτικών θεμάτων, που εκτιμήθηκαν περισσότερο μετά τον θάνατό του παρά όσο ζούσε.
Λόγω της δυστυχίας που προκάλεσαν οι Οθωμανοί, η Οθωμανική Κατοχή έχει χαραχτεί έντονα στις μνήμες των Κρητικών, ακόμα και ως σήμερα. Οι Οθωμανοί Τούρκοι αποβιβάστηκαν στην Κρήτη το 1645, καταλαμβάνοντας την ίδια χρονιά το φρούριο των Χανίων. Δύο χρόνια αργότερα, πολιόρκησαν το Ηράκλειο. Λόγω των ισχυρών οχυρώσεών της, η πόλη άντεξε για 21 ολόκληρα χρόνια, αλλά τελικά έπεσε το 1669. Οι Τούρκοι ήθελαν διακαώς να καταλάβουν την Κρήτη, επειδή βρισκόταν σε σταυροδρόμι μεταξύ του Αιγαίου, της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής.
Ως αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής, η Κρήτη βυθίστηκε σε οικονομική παρακμή και πολιτιστική υστέρηση. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν ενδιαφερόταν για την ανάπτυξη του νησιού, παρά μόνο για την είσπραξη φόρων, έτσι οι Τούρκοι επένδυσαν ελάχιστα σε υποδομές. Αυτός είναι ο λόγος που υπάρχουν ελάχιστα μεγάλα κτίρια αυτής της περιόδου, εκτός από τζαμιά. Αν και οι Τούρκοι επέτρεψαν την επιστροφή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η φορολογία και οι νόμοι ευνοούσαν τους μουσουλμάνους και έκαναν διακρίσεις σε βάρος των χριστιανών, σε τέτοιο βαθμό, που πολλοί Χριστιανοί ασπάστηκαν το Ισλάμ. Η οικονομική κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται τον 18ο αιώνα, όταν η Κρήτη άρχισε να εξάγει σιτηρά στην Ανατολική Μεσόγειο, φτάνοντας ως και τη Γαλλία, ενώ και η μεταποίηση, συμπεριλαμβανομένης της παρασκευής σαπουνιού από ελαιόλαδο, άρχισε να εμφανίζεται στα χωριά.
Οι Κρήτες αντιστέκονταν στους Τούρκους καθ' όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, ενώ ξεσπούσαν συνεχώς εξεγέρσεις, που πάντα, όμως, αντιμετωπίζονταν με μεγάλη βαρβαρότητα από τους Οθωμανούς. Η πρώτη μεγάλη εξέγερση σημειώθηκε το 1770, με επικεφαλής τον διπλωμάτη και αγωνιστή Δασκαλογιάννη, ο οποίος, όταν προσπάθησε να διαπραγματευτεί με τους Τούρκους, συνελήφθη και μεταφέρθηκε στα Χανιά, προτού γδαρθεί ζωντανός στην κεντρική πλατεία του Ηρακλείου.
Το 1866, μια μεγάλη εξέγερση βρήκε τους Τούρκους να εγκαταλείπουν σε μεγάλο βαθμό την κρητική ύπαιθρο, αν και τα μεγαλύτερα χωριά παρέμειναν υποταγμένα σε αυτούς. Όταν ξεκίνησαν οι μάχες στο Ρέθυμνο, 700 γυναικόπαιδα κατέφυγαν στην Μονή Αρκαδίου και ενώθηκαν με τους 300 ένοπλους επαναστάτες που παρέμεναν εκεί. Οι Τούρκοι πολιόρκησαν το μοναστήρι με 15.000 άνδρες και 30 κανόνια. Οι Κρήτες επαναστάτες άντεξαν για δύο μέρες. Κατόπιν, έβαλαν φωτιά στη μεγάλη αποθήκη πυρίτιδας και πυρομαχικών, που υπήρχε στο μοναστήρι και ανατινάχτηκαν. Αυτό το γεγονός, έκανε την Ευρώπη να στρέψει την προσοχή της στον αγώνα των Κρητών εναντίον των Τούρκων και προσέλκυσε ευρεία συμπάθεια για τους επαναστάτες.
Οι συγκρούσεις μεταξύ Κρητών και Τούρκων συνεχίστηκαν τα υπόλοιπα χρόνια, μέχρι που στις 3 Νοεμβρίου 1898 η Κρήτη γιόρτασε την ελευθερία της. Η αντίσταση των Κρητών στους Τούρκους έκανε τις τουρκικές οικογένειες, που ζούσαν στην περιοχή του Αποκόρωνα, να νιώθουν άβολα. Έτσι, το 1850, έγινε μαζική αναχώρηση Τούρκων από το Γαβαλοχώρι προς τα Χανιά. Οι περισσότεροι από αυτούς, πάντως, έφυγαν από το Γαβαλοχώρι το 1865, όταν οι Κρήτες άρχισαν να υποστηρίζουν ανοιχτά την ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Το 1870, εγκατέλειψε το Γαβαλοχώρι και η τελευταία τουρκική οικογένεια.
Σπουδαίες προσωπικότητες με μεγάλη επιρροή στην Κρήτη, την Ελλάδα και τον ευρύτερο κόσμο γεννήθηκαν κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο σπουδαίος Έλληνας πολιτικός και εξέχων ηγέτης του ελληνικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, που διετέλεσε πολλές θητείες πρωθυπουργός της Ελλάδας, γεννήθηκε κατά την Οθωμανική περίοδο, το 1864, στις Μουρνιές, κοντά στα Χανιά. Είχε τόσο βαθιά επιρροή στις υποθέσεις της Ελλάδας, που θεωρείται ως «Ο Δημιουργός της Σύγχρονης Ελλάδας» και είναι ευρέως γνωστός ως «Εθνάρχης». Πέθανε το 1936 και κηδεύτηκε στο Ακρωτήρι, μια τοποθεσία έξω από τα Χανιά.
Ο Νίκος Καζαντζάκης, με καταγωγή από το Ηράκλειο, δικηγόρος και συγγραφέας, γεννήθηκε το 1883. Προτάθηκε εννέα φορές για το Νόμπελ Λογοτεχνίας και ήταν ο συγγραφέας του «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» και του «Ο Τελευταίος Πειρασμός». Ο τάφος του βρίσκεται στην Τάπια Μαρτινέγκο, στη νότια γωνία του τείχους του Ηρακλείου.
Επίσης, ο Κωνσταντίνος Μαλινός γεννήθηκε το 1832, στον Άγιο Παύλο. Είναι γνωστός μαχητής, που βοήθησε στην αποτίναξη της τουρκικής κυριαρχίας. Ξεκίνησε την επαναστατική του δράση το 1858 και συμμετείχε στις κρητικές επαναστάσεις του 1866 και 1878, αλλά και στην μάχη της Αλμυρίδας, το 1896, που ήταν η τελευταία μάχη που έδωσαν οι Κρήτες εναντίον των Τούρκων. Από το 1895 έως το 1899, ο Μαλινός διετέλεσε δήμαρχος του Βάμου, ενός χωριού πολύ κοντά στο Γαβαλοχώρι. Πέθανε το 1913, λίγους μόλις μήνες, πριν από την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Το 1832, ιδρύθηκε το Ελληνικό Κράτος, χωρίς να περιλαμβάνει την Κρήτη, αν και οι Κρήτες ήθελαν απεγνωσμένα να είναι μέρος της Ελλάδας. Για την αντιμετώπιση της έντασης γύρω από αυτό το ζήτημα, το 1898, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με τη βοήθεια των Μεγάλων Δυνάμεων της Ρωσίας, της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας, της Αυστροουγγαρίας, της Ιταλίας και της Γερμανίας, επέβαλαν έναν συμβιβασμό στο νησί. Στην Κρήτη χορηγήθηκε καθεστώς Αυτόνομου Κράτους και ο πρίγκιπας Γεώργιος διορίστηκε Ύπατος Αρμοστής της Κρήτης. Μία από τις διατάξεις επέτρεπε στην Κρήτη να κρατήσει όλα τα μινωικά ευρήματα από τις ανασκαφές του Άρθουρ Έβανς, αντί να πρέπει να τα στείλουν στο Εθνικό Μουσείο της Αθήνας. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου διαθέτει στις μέρες μας τόσους πολλούς καταπληκτικούς θησαυρούς. Το 1913, μια συνθήκη τερμάτισε τους Βαλκανικούς Πολέμους και η Κρήτη έγινε μέρος του ελληνικού κράτους.
Η Κρήτη επηρεάστηκε από την «ανταλλαγή πληθυσμών», που συμφωνήθηκε ανάμεσα στην τουρκική και την ελληνική κυβέρνηση, το 1923, μετά την αποτυχημένη εισβολή της Ελλάδας στην Τουρκία. Το αρχικό αίτημα για ανταλλαγή πληθυσμών, προήλθε από τον, κρητικής καταγωγής, πολιτικό, Ελευθέριο Βενιζέλο, σε μια επιστολή, που υπέβαλε στην Κοινωνία των Εθνών, το 1922. Η Τουρκία υποδέχτηκε την ανταλλαγή των πληθυσμών, ως έναν τρόπο να φέρει πίσω τους μουσουλμάνους, που πριν ζούσαν στην Ελλάδα, προκειμένου να κατοικήσουν τα χωριά της, που είχαν πρόσφατα ερημωθεί από την φυγή των Ελλήνων Ορθοδόξων Χριστιανών από την Τουρκία. Η Ελλάδα αντιμετώπισε την ανταλλαγή των πληθυσμών, ως έναν τρόπο για να δώσει τις περιουσίες των εκδιωγμένων μουσουλμάνων σε άπορους Έλληνες Ορθόδοξους πρόσφυγες από την Τουρκία. Η συνθήκη έφερε πίσω στην Ελλάδα 1.221.489 Ελληνορθόδοξους πρόσφυγες, ενώ σχεδόν 400.000 μουσουλμάνοι ακολούθησαν το αντίστροφο δρομολόγιο. Οι ιστορικοί περιγράφουν την ανταλλαγή των πληθυσμών ως νομιμοποιημένη μορφή εθνοκάθαρσης. Μόνο το 18% περίπου του πληθυσμού των ελληνικών νησιών συμμετείχε στην ανταλλαγή, αλλά ένα σημαντικό ποσοστό των προσφύγων εγκαταστάθηκε στην Κρήτη, παίρνοντας την ανακατανεμημένη περιουσία των Τούρκων, που είχαν μείνει πίσω, όταν έφυγε ο στρατός κατοχής το 1898. Η ανταλλαγή πληθυσμών είχε μικρή σημασία για την περιοχή του Αποκόρωνα και το Γαβαλοχώρι, καθότι οι Τούρκοι είχαν ήδη φύγει πολλά χρόνια πριν.
Η ανταλλαγή πληθυσμών δημιούργησε πολλά προβλήματα στην Ελλάδα. Οι πρόσφυγες από την Τουρκία αντιμετώπισαν διακρίσεις από τον ντόπιο ελληνικό πληθυσμό, επειδή μιλούσαν άλλη ελληνική διάλεκτο. Επιπλέον, η άφιξη τόσων πολλών ανθρώπων, σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, επέβαλε σημαντικό κόστος στην ελληνική οικονομία, με την κατασκευή σπιτιών και σχολείων, την εισαγωγή αρκετών τροφίμων και την παροχή υγειονομικής περίθαλψης. Το μεγάλο πρόβλημα ήταν ότι ο Νόμος περί Μετανάστευσης του 1924, που ψηφίστηκε από το Κογκρέσο των ΗΠΑ, περιόριζε δραστικά τον αριθμό των μεταναστών, που οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν πρόθυμες να δεχτούν ετησίως. Η ψήφιση αυτού του νόμου, αφαίρεσε μια από τις δυνατότητες που είχε η Ελλάδα, να στέλνει δηλαδή μετανάστες στις ΗΠΑ σε περιόδους υψηλής ανεργίας.
Τέλος, είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι η μητέρα του σκηνοθέτη, σεναριογράφου και παραγωγού ταινιών, Θεόδωρου «Τεό» Αγγελόπουλου, Κατερίνα Αγγελοπούλου, καταγόταν από το Γαβαλοχώρι. Ο Αγγελόπουλος, του οποίου οι ταινίες περιλαμβάνουν τις «Ημέρες του ’36» και το «Τοπίο στην Ομίχλη», ήταν γνωστός για τις αργές, επεισοδιακές και διφορούμενες αφηγηματικές δομές και τις περίπλοκες, προσεκτικά σχεδιασμένες σκηνές του. Η ταινία του «Μια Αιωνιότητα και Μια Μέρα» κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα, στο Φεστιβάλ των Καννών, το 1998.
Οι περισσότεροι Κρήτες στρατιώτες κινητοποιήθηκαν στις αρχές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, για να πολεμήσουν στη Βόρεια Ελλάδα, πρώτα εναντίον των Ιταλών και μετά εναντίον των Γερμανών. Όταν η ελληνική κυβέρνηση και οι Σύμμαχοι εκδιώχθηκαν από την ηπειρωτική χώρα από τους Γερμανούς, κατέφυγαν στην Κρήτη, η οποία προοριζόταν να αποτελέσει το απόρθητο προπύργιο κατά των Ναζί. Δυστυχώς, αυτό δεν κατέστη εφικτό, λόγω της έλλειψης σωστής προετοιμασίας, της κακής επικοινωνίας και της ανικανότητας των Συμμάχων. Ο Χίτλερ ήθελε να χρησιμοποιήσει την Κρήτη ως αεροπορική βάση, κατά των βρετανικών δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο. Μετά από μια εβδομάδα βομβαρδιστικών επιδρομών, οι Ναζί αλεξιπτωτιστές ξεκίνησαν την πρώτη επιτυχημένη εισβολή από αέρος, στην Ιστορία, στις 20 Μαΐου 1941. Κατά την Μάχη της Κρήτης, το αεροδρόμιο του Μάλεμε, δυτικά των Χανίων, έγινε το επίκεντρο των επιχειρήσεων. Οι Συμμαχικοί στρατιώτες μαζί με τους ντόπιους (χρησιμοποιώντας κυνηγετικά όπλα ή όποιο άλλο μέσο είχαν) αντιστάθηκαν επίμονα για 10 ημέρες. Οι Γερμανοί έχασαν 170 αεροσκάφη και 3000 ειδικά εκπαιδευμένους αλεξιπτωτιστές, ωστόσο κατάφεραν να δημιουργήσουν προγεφύρωμα στο αεροδρόμιο του Μάλεμε. Οι συμμαχικές δυνάμεις αποχώρησαν από όλο το νησί, κατευθυνόμενες στη νότια ακτή, από την οποία η πλειοψηφία μεταφέρθηκε με βάρκες στην Αίγυπτο. Με την κατάληψη της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα, η επικράτεια χωρίστηκε σε ζώνες κατοχής, με τους Γερμανούς να διοικούν την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και τα νησιά του Αιγαίου, συμπεριλαμβανομένου του μεγαλύτερου μέρους της Κρήτης. Άλλες περιοχές της χώρας δόθηκαν στους συμμάχους της Γερμανίας, την Ιταλία και τη Βουλγαρία.
Η κρητική αντίσταση ξεκίνησε σχεδόν αμέσως μετά την Μάχη της Κρήτης. Στις 31 Μαΐου 1941, δημιουργήθηκε το «Πατριωτικό Μέτωπο Κρήτης» (το όνομα αργότερα άλλαξε σε «Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο»). Στόχοι του ήταν να στηρίξει τον υπό κατοχή κρητικό λαό με την τόνωση του ηθικού, την παροχή πληροφοριών, τη διανομή τροφίμων και την ανάληψη επιχειρήσεων κατά των Γερμανών. Η αντίσταση του Κρητικού λαού συνεχίστηκε καθ' όλη τη διάρκεια της Κατοχής και οδήγησε σε χιλιάδες εκτελέσεις Κρητικών και στην καταστροφή ολόκληρων χωριών. Ένα τέτοιο φρικιαστικό παράδειγμα αποτελεί η ολοσχερής καταστροφή του χωριού Κάνδανος, που βρίσκεται νοτιοδυτικά των Χανίων, ως αντίποινα για τη συμμετοχή του ντόπιου πληθυσμού στην Μάχη της Κρήτης. Στις 3 Ιουνίου 1941, οι Γερμανοί σκότωσαν 180 από τους κατοίκους, έσφαξαν όλα τα ζώα και έκαψαν ολοσχερώς όλα τα σπίτια του χωριού. Ένα άλλο περιστατικό θηριωδίας των Γερμανών στην Κρήτη, συνέβη στη Βιάννο, νότια του Ηρακλείου, στις 14–16 Σεπτεμβρίου 1943, όταν πάνω από 500 πολίτες, από διάφορα χωριά της νοτιοανατολικής Κρήτης, εκτελέστηκαν. Στις 22 Αυγούστου 1944 σημειώθηκε άλλη μια μαζική δολοφονία, όταν σκοτώθηκαν 164 κάτοικοι εννέα χωριών, γνωστών ως τα χωριά του Κέντρου, που βρίσκονται στη λεκάνη του Αμαρίου, νότια του Ρεθύμνου. Τα χωριά αυτά λεηλατήθηκαν και ανατινάχτηκαν.
Η γερμανική κατοχή κατέστρεψε την ελληνική οικονομία και έφερε τρομερές κακουχίες στον ελληνικό πληθυσμό. Περίπου το 80% της ελληνικής βιομηχανίας, το 90% των υποδομών της και το 25% των δασών και άλλων φυσικών πόρων καταστράφηκαν. Το ένα τέταρτο των χωριών κάηκε και πάνω από 100.000 κτίρια καταστράφηκαν ή υπέστησαν μεγάλες ζημιές. Σχεδόν 700.000 από το σύνολο του ελληνικού πληθυσμού έγιναν πρόσφυγες και στερούνταν των βασικών αγαθών. Μεταξύ 7% και 11% των πολιτών έχασαν τη ζωή τους. Ο εβραϊκός πληθυσμός της Ελλάδας σχεδόν εξαλείφθηκε, με πολλούς από αυτούς τους Εβραίους να εκτοπίζονται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς. Η περίοδος σημαδεύτηκε, επίσης, από την αδυσώπητη οικονομική εκμετάλλευση των Ναζί. Η πολιτική του Χίτλερ απέναντι στην οικονομία της κατεχόμενης Ελλάδας βασίστηκε στα αντίποινα, επειδή η Ελλάδα διάλεξε τη λάθος πλευρά του πολέμου. Η Γερμανία, επίσης, λεηλάτησε τους πλουσιότερους πόρους της χώρας προτού τους εκμεταλλευτούν οι Ιταλοί. Ομάδες οικονομικών συμβούλων, ιδιοκτητών επιχειρήσεων, μηχανικών και διευθυντών εργοστασίων ήρθαν στην Ελλάδα, από τη Γερμανία, με σκοπό να αρπάξουν οτιδήποτε θεωρούσαν ότι είχε οικονομική αξία.
Ωστόσο, ο πρωταρχικός στόχος των Γερμανών στη λεηλασία της Ελλάδας ήταν να βρουν όσο το δυνατόν περισσότερη τροφή, για να συντηρήσουν τον γερμανικό στρατό. Οι κατασχέσεις, η απροκάλυπτη λεηλασία, η πτώση της αγροτικής παραγωγής, η κατάρρευση των δικτύων διανομής της χώρας, λόγω ζημιών στις υποδομές, και η αποθησαύριση των αγροτικών προϊόντων οδήγησαν στον μεγάλο λιμό του 1941-1942. Μόνο στην περιοχή Αθηνών-Πειραιά, 40.000 άνθρωποι πέθαναν από την πείνα. Μέχρι το τέλος της Κατοχής, υπολογίστηκε ότι ο συνολικός πληθυσμός της Ελλάδας ήταν 300.000 λιγότερος από ό,τι θα έπρεπε, λόγω πείνας ή υποσιτισμού.
Η Γερμανία κατέλαβε την Ελλάδα το 1941, υπό τον φόβο ότι βρετανικά βομβαρδιστικά, με έδρα την Ελλάδα, θα βομβάρδιζαν τα ρουμανικά κοιτάσματα πετρελαίου και θα στερούσαν από τους Ναζί το πετρέλαιο που τροφοδοτούσε την πολεμική τους μηχανή. Όταν η Ρουμανία καταλήφθηκε από τη Σοβιετική Ένωση, το 1944, δεν υπήρχε πλέον λόγος οι Γερμανοί να συνεχίσουν να κατέχουν την Ελλάδα και έτσι αποχώρησαν από την ηπειρωτική χώρα, στα τέλη Οκτωβρίου. Ωστόσο, η Κρήτη παρέμεινε ακόμη υπό γερμανική κατοχή, επειδή 17.000 Γερμανοί στρατιώτες βρίσκονταν ακόμη στο νησί. Παρέμεινε υπό μια περίεργη αγγλογερμανική διοίκηση μέχρι τις 9 Μαΐου 1945, όταν οι Γερμανοί παρέδωσαν την Κρήτη στους Βρετανούς.
Η ανάκαμψη της Ελλάδας από την καταστροφή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την Κατοχή του Άξονα, καθυστέρησε πολύ σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Στη δεκαετία του 1950, αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλα έθνη έδωσαν γενναιόδωρη βοήθεια στην Ελλάδα, που βελτίωσε κάπως το βιοτικό της επίπεδο, η Ελλάδα, κατά βάση, παρέμεινε μια φτωχή χώρα. Τα προβλήματα της Ελλάδας επιδεινώθηκαν, όταν ξέσπασε ο Εμφύλιος Πόλεμος στην ηπειρωτική Ελλάδα (1946- 1949), διχάζοντας τις αριστερές και δεξιές πολιτικές παρατάξεις. Ωστόσο, η Κρήτη δεν μπλέχθηκε σε μεγάλο βαθμό σε αυτή τη σύγκρουση. Η Κρήτη επηρεάστηκε, επίσης, λιγότερο από την ηπειρωτική χώρα, από το πραξικόπημα που σημειώθηκε το 1967, όταν μια ομάδα συνταγματαρχών επέβαλε στρατιωτική χούντα για να κυβερνήσει την Ελλάδα. Οι συνταγματάρχες επέβαλαν στρατιωτικό νόμο, κατήργησαν τα πολιτικά κόμματα και επέβαλαν λογοκρισία. Επίσης, φυλάκισαν, βασάνισαν και εξόρισαν χιλιάδες Έλληνες που τους εναντιώθηκαν. Η δυσαρέσκεια των Κρητών προς τους συνταγματάρχες εντάθηκε, όταν αυτοί ενεπλάκησαν σε μεγάλα τουριστικά-αναπτυξιακά έργα στο νησί. Η χούντα έπεσε τον Ιούλιο του 1974 και οι Έλληνες ψήφισαν κατά της αποκατάστασης της μοναρχίας, αποκαθιστώντας τη δημοκρατία στην Ελλάδα. Οι Κρητικοί ψήφισαν συντριπτικά υπέρ της επιστροφής σε ένα δημοκρατικό σύστημα.
Το 1981 η Ελλάδα εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, πρόδρομο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ελλάδα δεν μπόρεσε να υιοθετήσει το ευρώ, ως εθνικό νόμισμα, όταν αυτό κυκλοφόρησε το 1999, επειδή δεν ήταν σε θέση να εκπληρώσει τα δημοσιονομικά κριτήρια που ήταν απαραίτητα. Το 2001, υιοθέτησε εντέλει το ευρώ, παραποιώντας τις οικονομικές εκθέσεις για να το επιτύχει.
Το 2004, η Ελλάδα φιλοξένησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες, επενδύοντας τεράστια οικονομικά ποσά για βελτιώσεις στις υποδομές της χώρας, που κόστισαν 9 δισ. ευρώ. Τα μη βιώσιμα οικονομικά στοιχεία ώθησαν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να θέσει την Ελλάδα υπό δημοσιονομική παρακολούθηση το 2005.
Η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας επιδεινώθηκε με την παγκόσμια οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2007. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Ευρωπαϊκή Ένωση παρείχαν προγράμματα διάσωσης στην Ελλάδα το 2010 και το 2012, ενώ σε αντάλλαγμα, η Ελλάδα έπρεπε να δεσμευτεί σε μη βιώσιμα μέτρα λιτότητας, τεράστιες περικοπές δαπανών, αυξήσεις φόρων, σημαντικές περικοπές μισθών και την κατάργηση χιλιάδων θέσεων στις δημόσιες υπηρεσίες.
Το 2015 το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές στην Ελλάδα και εξέλεξε πρωθυπουργό τον Αλέξη Τσίπρα. Υποσχέθηκε ότι θα επαναδιαπραγματευόταν τους όρους του προγράμματος διάσωσης και ότι θα χαλάρωνε τα μέτρα λιτότητας, που απαιτούνταν από την Ελλάδα. Τον Ιούνιο εκείνου του έτους, ο πρωθυπουργός προκήρυξε ένα εθνικό δημοψήφισμα για τα προτεινόμενα μέτρα λιτότητας της ΕΕ, σε αντάλλαγμα για τα δάνεια διάσωσης, και οι Έλληνες απέρριψαν με συντριπτική πλειοψηφία τους όρους των ευρωπαίων πιστωτών. Ωστόσο, σχεδόν αμέσως μετά την ψηφοφορία, ο Αλέξης Τσίπρας γύρισε την πλάτη του στα αποτελέσματα (δεν θα ήταν δυνατό για την Ελλάδα να απορρίψει οποιοδήποτε πρόγραμμα διάσωσης, λόγω της απελπιστικής οικονομικής της κατάστασης), συναίνεσε με τους ευρωπαίους πιστωτές και πίεσε το κοινοβούλιο να εγκρίνει νέα μέτρα ακραίας λιτότητας. Τον Αύγουστο, εγκρίθηκε ένα τρίτο πρόγραμμα διάσωσης για την Ελλάδα και, σε αντάλλαγμα, η Ελλάδα έπρεπε να εφαρμόσει φορολογικές μεταρρυθμίσεις, να μειώσει τις δημόσιες δαπάνες, να ιδιωτικοποιήσει σημαντικά κρατικά περιουσιακά στοιχεία και να μεταρρυθμίσει την εργατική νομοθεσία. Η ύφεση που προέκυψε, προκάλεσε κλειστά καταστήματα, υψηλή ανεργία, απώλεια ασφάλισης υγείας για πολλούς πολίτες, τεράστιες περικοπές μισθών και την έξοδο πολλών καλά μορφωμένων Ελλήνων από τη χώρα. Το 2017, το συνολικό ποσοστό ανεργίας ήταν 22% και πολύ υψηλότερο —44%— μεταξύ των νέων. Στο τέλος της ύφεσης, οι Έλληνες ήταν κατά μέσο όρο 40% φτωχότεροι από ό,τι πριν από την έναρξή της.
Οι κάτοικοι του Γαβαλοχωρίου, δεν αποτελούν εξαίρεση, και πλήττονται από τα οικονομικά σοκ που αντιμετωπίζουν όλοι οι Έλληνες. Καθώς η Ελλάδα φαινόταν έτοιμη να ανακάμψει από την ύφεση, επλήγη από την πανδημία COVID-19, το 2020, η οποία επηρέασε όλους τους τομείς της ελληνικής οικονομίας και ειδικότερα τον τουρισμό. Ωστόσο, μετά την πανδημία, ακολούθησε μεγάλη τουριστική δραστηριότητα, καθώς οι άνθρωποι ήταν απελπισμένοι να ταξιδέψουν και η Ελλάδα (συμπεριλαμβανομένης της Κρήτης) είναι ανέκαθεν ένας αγαπημένος προορισμός. Καθώς η Ελλάδα άρχιζε να ανακτά τη χρηματοπιστωτική της σταθερότητα το 2022, βρέθηκε αντιμέτωπη με ολοένα αυξανόμενες τιμές ενέργειας, αυξήσεις ενοικίων και πληθωρισμό, ως αποτέλεσμα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Επειδή πολλοί κάτοικοι της Κρήτης έχουν οικογενειακά σπίτια, μπορούν να καλλιεργούν κήπους και έχουν πρόσβαση σε καυσόξυλα από τους ελαιώνες, μπόρεσαν να επιβιώσουν από τα οικονομικά δεινά της Ελλάδας, σχετικά πιο εύκολα, από εκείνους που ζουν σε πόλεις της ηπειρωτικής χώρας.
Εκτός από τις περιοδικές οικονομικές προκλήσεις, το Γαβαλοχώρι συνεχίζει να επηρεάζεται από μακροπρόθεσμες τάσεις, που έχουν διαμορφώσει το χωριό τα τελευταία 50 χρόνια. Το σημαντικότερο πρόβλημα είναι, ίσως, η συνεχιζόμενη ερήμωση του χωριού από Έλληνες κατοίκους. Αν και οι ελληνικές οικογένειες συνεχίζουν να χρησιμοποιούν πολλά από τα παλιά οικογενειακά τους σπίτια για καλοκαιρινές διακοπές και γιορτές, ωστόσο, κάθε χρόνο, όλο και λιγότερα σπίτια, στο κέντρο του χωριού, κατοικούνται μόνιμα από Έλληνες. Κάποια από αυτά τα σπίτια νοικιάζονται από αλλοδαπούς, που τα χρησιμοποιούν για διακοπές ή/και για κατοικία μετά τη σύνταξη. Επίσης, ορισμένα σπίτια ανακαινίστηκαν σε ενοικιαζόμενα δωμάτια για βραχυπρόθεσμες διακοπές, γεγονός που έφερε νέους επισκέπτες στο χωριό και έσοδα στους ντόπιους. Η ύπαρξη μιας ισχυρής τουριστικής βιομηχανίας, επιτρέπει στους ανθρώπους στο Γαβαλοχώρι να εργαστούν στον τουριστικό κλάδο, κατά την τουριστική περίοδο, συμπληρώνοντας το εισόδημά τους, λόγου χάρη με συγκομιδή ελιών για ελαιόλαδο, το χειμώνα. Ως αποτέλεσμα αυτών των δύο οικονομικών παραγόντων, το Γαβαλοχώρι μπορεί να διατηρήσει ένα επίπεδο ευημερίας, που πολλές άλλες περιοχές της Κρήτης και της Ελλάδας δεν απολαμβάνουν.
Όνομα cookie | Ενεργός |
---|