Αυτή η ενότητα έχει σχεδιαστεί για να σας μυήσει στη χλωρίδα και στην πανίδα που μπορεί να συναντήσετε κατά την επίσκεψή σας στην ευρύτερη περιοχή του Γαβαλοχωρίου.
Στην Κρήτη, υπάρχουν περισσότερα από 2.000 είδη φυτών, εκ των οποίων τα 200 φύονται αποκλειστικά στο νησί.
Προκειμένου να επιβιώσουν, όλα τα φυτά είναι προσαρμοσμένα στις σκληρές και απαιτητικές συνθήκες του καλοκαιριού, έχοντας να αντιμετωπίσουν τις υψηλές θερμοκρασίες και τους ξηρούς ανέμους.
Αυτή η ενότητα έχει σχεδιαστεί, προκειμένου να γνωρίσετε καλύτερα κάποια από τα δέντρα, τα λουλούδια και τα βότανα, που είναι πιθανότερο να συναντήσετε κατά την παραμονή σας στην ευρύτερη περιοχή του Γαβαλοχωρίου.
Η αμυγδαλιά είναι φυλλοβόλο δέντρο (Prunus amygdalus), με καταγωγή από την Ασία. Είναι το πρώτο δέντρο που ανθίζει μετά τον χειμώνα, περίπου στις αρχές Ιανουαρίου, και τα ανοιχτόχρωμα ροζ ή λευκά άνθη του προαναγγέλλουν την άνοιξη.
Η δάφνη (Laurus nobilis), είναι θαμνώδες αειθαλές δέντρο και ανήκει στα εγγενή φυτά της Μεσογείου. Τα φύλλα του είναι εξαιρετικά αρωματικά και χρησιμοποιούνται ευρέως στην μαγειρική. Σύμφωνα με την μυθολογία, ο θεός Απόλλωνας καταδίωξε τη νύμφη Δάφνη, όντας ερωτευμένος μαζί της. Εκείνη, προσπαθώντας να ξεφύγει, ικέτευσε τη Γαία για βοήθεια και η θεά την μεταμόρφωσε σε δέντρο. Κατόπιν, ο στεναχωρημένος Απόλλων στόλισε το μέτωπό του με ένα στεφάνι από τα φύλλα του δέντρου, για να θυμάται την χαμένη του αγάπη. Στην αρχαία Ελλάδα, ήταν σύνηθες να απονέμονται στεφάνια από διάφορα είδη δέντρων και θάμνων (όπως ο κισσός, η ελιά, η βελανιδιά και η δάφνη) σε νικητές αθλητές, στρατηγούς, ποιητές και μουσικούς. Μάλιστα, η δάφνη ήταν τόσο δημοφιλής, ώστε, ακόμη και σήμερα, χρησιμοποιείται ο όρος «δαφνοφόρος».
Τα εσπεριδοειδή (Citrus x sinensis) ήταν το δώρο που πρόσφερε η θεά Γαία, στον γάμο του Δία και της Ήρας, ενώ ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν εκείνος που πιθανότατα τα εισήγαγε στον ελλαδικό χώρο από την Ασία. Τα εσπεριδοειδή αφθονούν στην περιοχή του Γαβαλοχωρίου και εν γένει στη Δυτική Κρήτη, διότι τα δέντρα έχουν πρόσβαση σε άφθονο νερό από τα Λευκά Όρη.
Το κυπαρίσσι (Cupressus sempervirens) είναι αειθαλές δέντρο, ιδιαίτερα ανθεκτικό στην ξηρασία, και μπορεί να φτάσει σε ύψος έως και τα 40 μέτρα. Στην Κρήτη, φύονται δύο είδη κυπαρισσιών, ενώ ξύλο από κυπαρίσσι χρησιμοποιήθηκε ακόμη και κατά την κατασκευή του ανακτόρου της Κνωσού. Στην κλασική αρχαιότητα, το κυπαρίσσι ήταν σύμβολο πένθους. Στην ελληνική μυθολογία, ο Κυπάρισσος, ο εγγονός του Ηρακλή, σκότωσε κατά λάθος το ελάφι, που του είχε χαρίσει ο Απόλλωνας. Όντας σε βαθιά θλίψη, ζήτησε από τους θεούς να αφήσουν τα δάκρυά του να κυλούν αιώνια, κι έτσι οι θεοί τον μεταμόρφωσαν σε κυπαρίσσι. Το δέντρο εξακολουθεί να συνδέεται με τον θάνατο και συχνά θα το συναντήσετε γύρω ή μέσα σε χώρους νεκροταφείων.
Το σύκο (Ficus carica) λέγεται ότι ήταν δώρο της Δήμητρας, θεάς της γεωργίας και σύμβολο γονιμότητας της γης. Πιθανότατα, εισήχθη στην Ελλάδα από την Αίγυπτο, γύρω στον 9ο αιώνα π.Χ. Η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι μεγάλη συκοπαραγωγός χώρα ακόμη και σήμερα, ενώ και το Γαβαλοχώρι ήταν κάποτε διάσημο για την ποιότητα των σύκων του.
Η ευφορβία η ακανθόθαμνος (Euphorbia acanthothamnos), φύεται σε πλαγιές λόφων και σε γκρεμούς, ενώ ανθίζει από τον Μάρτιο έως τον Μάιο. Είναι εγγενές στην Ελλάδα και στην Τουρκία, και έχει ιδιαίτερα αγκαθωτά κλαδιά.
Οι μουριές (Morus alba), ή αλλιώς «μουρνιές» όπως τις λένε στην Κρήτη, κατάγονται από την Κίνα, ωστόσο στις μέρες μας υπάρχουν διάφορες ποικιλίες, που ευδοκιμούν σε εύκρατα κλίματα σε όλο τον κόσμο. Τα δέντρα της μουριάς ήταν πάντοτε ζωτικής σημασίας για την μεταξουργία του Γαβαλοχωρίου, επειδή τα φύλλα τους ήταν η κύρια τροφή των μεταξοσκώληκων. Είναι πολύ δημοφιλή δέντρα στην Κρήτη, διότι προσφέρουν φυσική σκιά το καλοκαίρι, ενώ τον χειμώνα τα φύλλα τους δίνονται ως τροφή στα αιγοπρόβατα. Την άνοιξη, οι κορμοί τους βάφονται με λευκή μπογιά, προκειμένου να προστατευτούν από την ακτινοβολία του καυτού καλοκαιρινού ηλίου.
Η σφάκα (Nerium oleander) είναι ένα αειθαλές φυτό , που μπορεί να φτάσει έως και τα 6 μέτρα σε ύψος. Ευδοκιμεί στην περιοχή της Μεσογείου και θα την αναγνωρίσετε από τα ροζ ή λευκά άνθη της. Ανθίζει από τον Απρίλιο έως τον Οκτώβριο και μπορεί να επιβιώσει τόσο σε μεγάλες περιόδους ξηρασίας όσο και σε έντονες βροχοπτώσεις. Κατά την μυθολογία, η Πυθία μασούσε φύλλα πικροδάφνης, προκειμένου να έρθει σε κατάσταση έκστασης και να δώσει τους χρησμούς της.
Η ελιά (Olea europaea) είναι αειθαλές δέντρο, εγγενές στην περιοχή της Μεσογείου, με μέγιστος ύψος που δεν ξεπερνά τα 15 μέτρα. Στην Κρήτη, η ελιά καλλιεργήθηκε ήδη από το 3000 π.Χ., και αποτέλεσε σημαντική πηγή πλούτου για τον μινωικό πολιτισμό. Το «Μουσείο Ελιάς», καθώς και ένα από τα αρχαιότερα ελαιόδεντρα στον κόσμο, βρίσκονται στο χωριό Βούβες, στα δυτικά των Χανίων. Το δέντρο είναι ηλικίας μεταξύ 3.000 και 5.000 ετών και παράγει ακόμα ελιές. Κατά την αρχαιότητα, τα φύλλα ελιάς χρησιμοποιούνταν για να φτιάξουν στεφάνια για τους νικητές των αγώνων. Μάλιστα, με στεφάνια, που φτιάχτηκαν από το δέντρο στις Βούβες, έστεψαν τους νικητές του Μαραθωνίου, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004, και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου το 2008.
Επτά είδη πεύκων (Pinus brutia) φύονται στην Ελλάδα, αν και το ίδιο το πεύκο δεν κατάγεται από την Μεσόγειο, όπως πιστεύουν πολλοί. Στην ελληνική μυθολογία, το πεύκο ήταν το αγαπημένο δέντρο της Ρέας, της μητέρας του Δία, καθώς το μεγάλο ύψος του συμβόλιζε τη σύνδεση της γης με τον ουρανό. Στις μέρες μας, διάφοροι Έλληνες οινοπαραγωγοί χρησιμοποιούν τη ρητίνη του πεύκου, προκειμένου να αρωματίσουν ένα ιδιαίτερο λευκό κρασί, που ονομάζεται ρετσίνα. Αν και η ρετσίνα έχει κακή φήμη και δεν θεωρείται ποιοτικό κρασί, τα τελευταία χρόνια γίνονται φιλότιμες και άκρως επιτυχημένες προσπάθειες, προκειμένου οι Έλληνες οινοπαραγωγοί να παράγουν ρετσίνα υψηλής ποιότητας. Στο Γαβαλοχώρι, μπορείτε να δείτε ένα μικρό άλσος με πεύκα, δίπλα στην εκκλησία των Αγίων Σεργίου και Βάκχου.
Τα πλατάνια (Platanus orientalis) μπορούν να φτάσουν ακόμη και τα 50 μέτρα ύψος και προέρχονται από τη Βόρεια Αμερική, την Ανατολική Ευρώπη και την Ασία. Υπάρχουν πολλά χωριά στην Ελλάδα, που έχουν ένα ή περισσότερα αιωνόβια πλατάνια στις πλατείες τους, τα οποία προσφέρουν υπέροχη σκιά το καλοκαίρι και συνάμα αποτελούν το επίκεντρο της κοινωνικής δραστηριότητας του χωριού. Κατά την ελληνική μυθολογία, ο Ηρακλής φύτεψε ένα ολόκληρο άλσος με πλατάνια στην Αρχαία Ολυμπία προς τιμή του πατέρα του, Δία. Επίσης, τα μονοπάτια γύρω από την Ακαδημία Πλάτωνος στην Αθήνα, ήταν γεμάτα από πλατάνια. Το 2019, στο Γαβαλοχώρι, ένας νέος πλάτανος φυτεύτηκε στην πλατεία Πλατανάκι, προκειμένου να αντικαταστήσει έναν αιωνόβιο πλάτανο που είχε πια πεθάνει.
Αν και έχει καταγωγή από την Ασία, η ροδιά (Punica granatum) ευδοκιμεί τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Μεσόγειο γενικότερα. Τα κόκκινα-πορτοκαλί άνθη της, εμφανίζονται στις αρχές του καλοκαιριού και διαρκούν ως τις αρχές του φθινοπώρου, ενώ οι καρποί της εμφανίζονται στα δέντρα μεταξύ Αυγούστου και Οκτωβρίου. Το ρόδι συνδέεται με δύο φιγούρες από την ελληνική μυθολογία — λέγεται ότι αρχικά φυτεύτηκε από τη θεά του έρωτα, την Αφροδίτη, ωστόσο και η Περσεφόνη, η βασίλισσα του Κάτω Κόσμου, ταυτίστηκε με αυτό το φρούτο. Το ρόδι συμβολίζει τη γονιμότητα, ενώ λέγεται ότι προσφέρει καλή τύχη στην αρχή κάθε νέου έτους. Αυτός είναι, άλλωστε, ο κύριος λόγος που χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό στοιχείο τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά.
Ο ασπάλαθος (Calicotome villosa) είναι θάμνος, με ύψος κάτω από 3 μέτρα, που θα βρείτε να ανθίζει σε λόφους και ανάμεσα σε βράχους, από τον Μάρτιο ως τον Απρίλιο. Τα άνθη του έχουν χρώμα έντονο κίτρινο και ευδοκιμεί στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Είναι πολυετές φυτό που δεν ξεπερνά το 1,5 μέτρο. Αν και ονομάζεται «μαργαρίτα» (Osteospermum ecklonis), εντούτοις ανήκει σε διαφορετική οικογένεια. Τα άνθη της είναι εντυπωσιακά και μπορεί να είναι κόκκινα, μοβ, κίτρινα, πορτοκαλί κλπ. Στο Γαβαλοχώρι, θα συναντήσετε λαμπερές μοβ ή λευκές αφρικανικές μαργαρίτες, από το φθινόπωρο μέχρι την άνοιξη.
Το φυτό αυτό (Strelitzia reginae) φτάνει το 1,5 μέτρο σε ύψος και έχει ιριδίζοντα πορτοκαλί και μπλε πέταλα. Έχει καταγωγή από τη Νότια Αφρική και είναι μέλος της οικογένειας των μπανανών (τα κηρώδη φύλλα του μοιάζουν πολύ με αυτά της μπανάνας).
Ο καλλιστήμων (Melaleuca viminalis) είναι ένα φυτό με εξωτική εμφάνιση και κατάγεται από την Αυστραλία. Στο Γαβαλοχώρι, θα το συναντήσετε να ανθίζει από την άνοιξη ως τις αρχές του καλοκαιριού, ενώ το ύψος του μπορεί να φτάσει έως και τα 5 μέτρα.
Η βουκαμβίλια (Bougainvillea) κατάγεται από τη Βραζιλία και μελετήθηκε τη δεκαετία του 1760, στο Ρίο ντε Τζανέιρο, από τον Γάλλο βοτανολόγο, Philibert Commerson, έναν εκκεντρικό συλλέκτη φυτών. Το φυτό, πήρε το όνομά του από έναν φίλο του Commerson, τον Louis A. De Bougainville, που ήταν καπετάνιος, δικηγόρος και μαθηματικός. Θα βρείτε πολλές βουκαμβίλιες να στολίζουν τα σπίτια και τους κήπους του Γαβαλοχωρίου, με τα άνθη τους να είναι συνήθως ροζ ή βαθύ φούξια.
Οι κάλλες (Zantedeschia aethiopica) δεν είναι αληθινά κρίνα, αλλά είναι μέλη της οικογένειας Arum, και συχνά θα τις βρείτε να φυτρώνουν στις όχθες των ρεμάτων, αλλά και σε πολλούς κήπους του Γαβαλοχωρίου, από τον Απρίλιο μέχρι και τον Μάιο. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, η σχέση του Δία με μια από τις ερωμένες του οδήγησε στη γέννηση του Ηρακλή. Κάποια στιγμή, ο Δίας πήρε το μωρό και προσπάθησε να του δώσει γάλα από το στήθος της συζύγου του, Ήρας, η οποία κοιμόταν εκείνη τη στιγμή. Όταν η Ήρα ξύπνησε, έσπρωξε τον Ηρακλή μακριά και οι σταγόνες γάλακτος, που έπεσαν στον ουρανό δημιούργησαν τον Γαλαξία. Όσες, όμως, σταγόνες έπεσαν στο έδαφος, έγιναν κάλλες.
Το φυτό αυτό είναι, επίσης, γνωστό ως «κοράλλι» (Russelia equisetiformis) και έχει καταγωγή από το Μεξικό. Έχει πορτοκαλοκόκκινα λουλούδια και ανθίζει από τα τέλη της άνοιξης μέχρι το φθινόπωρο. Μπορείτε να δείτε από κοντά πώς μοιάζει, καθώς μεγαλώνει σε μία γλάστρα, έξω από το Λαογραφικό Μουσείο στο Γαβαλοχώρι.
Τα άνθη του ιβίσκου (Hibiscus rosa-sinensis) είναι εντυπωσιακά και έχουν σχήμα καμπάνας, ενώ θα δείτε να ανθίζουν σε πολλά χρώματα, όλο το καλοκαίρι, γύρω από την περιοχή του Γαβαλοχωρίου. Τα άνθη του κλείνουν τη νύχτα, ενώ το τσάι, που παρασκευάζεται από αυτά, έχει κόκκινο χρώμα και είναι πλούσιο σε βιταμίνη C. Ο ιβίσκος πιθανότατα κατάγεται από την Κίνα ή την Ινδία, και εισήχθη στην Ευρώπη, περίπου το 1700, από διάφορους εξερευνητές της εποχής.
Το γιασεμί (Jasminum officinale) κατάγεται από την Ευρασία, την Αφρική και την Ωκεανία, ενώ ευδοκιμεί και στο Γαβαλοχώρι. Έχει γλυκό, μεθυστικό άρωμα και συνηθίζει να αναρριχάται πάνω από καμάρες και πέργκολες. Το γιασεμί, ανθίζει από τα μέσα του καλοκαιριού έως τον χειμώνα.
Το φυτό λαντάνα (Lantana camara) κατάγεται από την Κεντρική και Νότια Αμερική, φτάνει σε ύψος περίπου 1 μέτρου, ενώ κάποια από αυτά μπορεί να φτάσουν ακόμη και τα 2 μέτρα. Ανθίζει από το καλοκαίρι ως το φθινόπωρο και τα άνθη του μπορεί να είναι μονόχρωμα ή πολύχρωμα, σε αποχρώσεις του πορτοκαλί και κίτρινου ή ροζ και κίτρινου. Τα φύλλα του είναι τοξικά για τα περισσότερα ζώα, συμπεριλαμβανομένων των αγελάδων, των προβάτων, των αλόγων, και των κατσικιών, αλλά οι καρποί του είναι μια λιχουδιά για πολλά πουλιά.
Στην περιοχή γύρω από το Γαβαλοχώρι, υπάρχουν μερικά τέτοια πεύκα και είναι πολύ πιθανό να τα προσέξετε, διότι είναι από τα πιο εντυπωσιακά δέντρα. Το πεύκο Norfolk (Araucaria heterophylla) είναι κωνοφόρο δέντρο και κατάγεται από το νησί Norfolk της Αυστραλίας.
Το Παθανθές το εδώδιμον (Passiflora quadrangularis) ή, όπως είναι πιο γνωστό, η «Πασιφλόρα», είναι αναρριχώμενο φυτό, που κατάγεται από τη Νότια Αμερική, και μπορεί να φτάσει ακόμη και τα 8 μέτρα σε ύψος. Στην Κρήτη, η πασιφλόρα έχει συνήθως ανοιχτά μωβ και λευκά άνθη. Ακόμη δύο ονόματα με τα οποία είναι γνωστή είναι το «λουλούδι του πάθους» και το «φυτό του ρολογιού».
Τα πελαργόνια (Pelargonium hortorum) είναι τα κόκκινα, πορτοκαλί ή λευκά λουλούδια που αποτελούν το σήμα κατατεθέν της ελληνικής υπαίθρου, αν και κατάγονται από την Αφρική. Οι περισσότεροι άνθρωποι τα αποκαλούν γεράνια, αλλά αυτό δεν είναι σωστό. Το όνομά του προέρχεται από την ελληνική λέξη «πελαργός», επειδή το κεφάλι του σπόρου του μοιάζει με το ράμφος του πελαργού.
Το πλουμπάγκο (Plumbago auriculata) είναι αειθαλής, αναρριχώμενος θάμνος με έντονα μπλε άνθη, που κατάγεται από τη Νότια Αφρική, και ανθίζει από τις αρχές της άνοιξης μέχρι τα τέλη του φθινοπώρου. Ένα τεράστιο φυτό πλουμπάγκο, μπορεί να δει κανείς κατά μήκος του δρόμου, ακριβώς πίσω από την ταβέρνα της Μόνικα, στην πλατεία του Γαβαλοχωρίου. Το φυτό είναι, επίσης, γνωστό ως «λουλούδι του ουρανού» ή «μολύβδινο λουλούδι», επειδή, κατά την αρχαιότητα, πίστευαν ότι μπορούσε να θεραπεύσει τη δηλητηρίαση από μόλυβδο.
Τα αλεξανδρινά (Euphorbia pulcherrima) έχουν συνήθως μισό μέτρο ύψος, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις μπορούν να φτάσουν ακόμη και τα 4 μέτρα. Το φυτό κατάγεται από το Μεξικό και την Κεντρική Αμερική, αλλά έγινε παγκόσμιο σύμβολο των Χριστουγέννων, όταν ο βοτανολόγος, Joel Roberts Poinsett, το εισήγαγε στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη δεκαετία του 1820. Τα κόκκινα «άνθη» του φυτού, στην πραγματικότητα, δεν είναι πέταλα, αλλά φύλλα.
Θα δείτε τεράστιες φραγκοσυκιές (Opuntia ficus-indica), ύψους ακόμη και 5 μέτρων, να υπάρχουν διάσπαρτες τριγύρω στο Γαβαλοχώρι. Διακρίνονται από τα μεγάλα, πλατιά, πράσινα, αγκαθωτά «φύλλα» τους. Το καλοκαίρι, παράγουν ένα φρούτο σε κόκκινη απόχρωση, το οποίο χρησιμοποιείται, επίσης, ως βαφή σε καλλυντικά, φαρμακευτικά προϊόντα και υφάσματα.
Η βελοπερόνη (Justicia brandegeeana) κατάγεται από το Μεξικό, και στην Ελλάδα ανθίζει την άνοιξη και το καλοκαίρι. Μπορεί να φτάσει τα 2 μέτρα σε ύψος, ενώ το σχήμα και το χρώμα από τα άνθη του, μοιάζει με εκείνο της γαρίδας.
Η Μπρουγκμάνσια (Brugmansia aurea) είναι ένα μικρό δέντρο, με μακριά, κίτρινα ή λευκά άνθη, που κρέμονται και μοιάζουν με ανάποδα καπέλα μαγισσών. Έχει μεγάλα και μυτερά φύλλα, ενώ ολόκληρο το φυτό είναι πολύ τοξικό. Κατάγεται από τη Βραζιλία και τα άνθη του έχουν ένα υπέροχο μεθυστικό άρωμα.
Οι γλυσίνιες (Wisteria sinensis), ανθίζουν τον Απρίλιο και τον Μάιο, ενώ τα αρωματικά άνθη τους μοιάζουν με μπιζέλι. Μπορούν να σκαρφαλώσουν σε ύψος έως και 20 μέτρα, ενώ η εντυπωσιακή τους εμφάνιση, υπενθυμίζει στους ντόπιους και στους επισκέπτες ότι το καλοκαίρι πλησιάζει.
Το αραβικό μπιζέλι (Bituminaria bituminosa), είναι ένα είδος βοτάνου με μωβ ή γαλαζωπά άνθη, που μπορεί να φτάσει σε ύψος έως και το 1,5 μέτρο. Συναντάται σε δάση, ελαιώνες, βραχώδη μέρη, αμμουδιές, στην άκρη των δρόμων, αλλά βρίσκεται και διάσπαρτο τριγύρω από το Γαβαλοχώρι. Είναι ενδημικό φυτό της Μεσογείου και το όνομά του προέρχεται από τη χαρακτηριστική μυρωδιά της ασφάλτου (πίσσας) που αναδύεται από τα φύλλα του, όταν αυτά τριφτούν. Ως ψυχανθές, το αραβικό μπιζέλι συμβάλλει στη χημική διαδικασία της δέσμευσης του αζώτου, η οποία είναι απαραίτητη για τη γονιμότητα του εδάφους και την ανάπτυξη της βλάστησης. Έχει χρησιμοποιηθεί ως γιατροσόφι για τη θεραπεία δερματικών παθήσεων, όπως η ψωρίαση και η λεύκη.
Αυτό το πολυετές βότανο με τα κολλώδη, αρωματικά φύλλα και τα φωτεινά κίτρινα άνθη ανθίζει στην περιοχή του Γαβαλοχωρίου μεταξύ Σεπτεμβρίου και Νοεμβρίου. Η αρωματική ινούλα (Dittrichia viscosa) προσελκύει μια πλειάδα επικονιαστών, συμπεριλαμβανομένων των μελισσών και των πεταλούδων, και αποτελεί σημαντική πηγή τροφής για τις κάμπιες. Το εκχύλισμα του φυτού χρησιμοποιείται στην παραδοσιακή ιατρική από την αρχαιότητα για τη θεραπεία πληγών, δερματικών λοιμώξεων και πεπτικών προβλημάτων, ενώ είναι ιδιαίτερα χρήσιμο για τη φυσική καταπολέμηση παρασίτων. Το φυτό αναπτύσσεται σε υγρό έδαφος σε παράκτιες περιοχές, ξηρές κοίτες ρεμάτων, τάφρους, καθώς και στις άκρες των δρόμων στην περιοχή του Γαβαλοχωρίου.
Πρόκειται για ένα βότανο, με καταγωγή από τη Νότια Αφρική και με ύψος που δεν ξεπερνά τα 50 εκατοστά. Τα κίτρινα άνθη του είναι ανοιχτά μόνο την ημέρα, ενώ κλείνουν τη νύχτα. Το φυτό είναι βρώσιμο και είναι επίσης γνωστό ως «ξινόχορτο» (Oxalis pes-caprae). Η διάρκεια ζωής του κρατά ως τις πρώτες ζεστές ημέρες του καλοκαιριού.
Η μπουράντζα είναι ένα βότανο ύψους 15 έως 60 εκατοστών, ενδημικό της Μεσογείου, το οποίο έχει μπλε-μωβ άνθη σε σχήμα αστεριού και φυτρώνει σε λιβάδια, εγκαταλελειμμένα χωράφια και άκρες δρόμων. Η μπουράντζα (Borago officinalis) ανθίζει μεταξύ Μαρτίου και Μαΐου στην περιοχή του Γαβαλοχωρίου. Τα φύλλα και τα άνθη του φυτού είναι βρώσιμα, ενώ τα φύλλα, ειδικότερα, αναδίδουν ένα άρωμα που θυμίζει αγγούρι, όταν συνθλίβονται. Τα άνθη χρησιμοποιούνται συχνά ως διακοσμητικό στοιχείο σε σαλάτες, επιδόρπια και ποτά, ενώ το φυτό έχει, επίσης, διάφορες φαρμακευτικές χρήσεις. Το έλαιο που εξάγεται από τους σπόρους της μπουράντζας έχει αντιφλεγμονώδεις, διουρητικές και καταπραϋντικές ιδιότητες, ενώ έχει χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία της αρθρίτιδας, των αναπνευστικών διαταραχών και των δερματικών παθήσεων.
Ο ασφόδελος ο πολύκλαδος (Asphodelus ramosus) είναι ένα βολβώδες φυτό, που φτάνει σε ύψος έως και το 1,5 μέτρο, έχει λευκά άνθη σε σχήμα αστεριού με μια καφετί ή ροζ λωρίδα στο κέντρο κάθε πετάλου. Είναι ενδημικό στην περιοχή της Μεσογείου και μπορείτε να το δείτε να ανθίζει από τον Απρίλιο έως τον Ιούνιο, στο Γαβαλοχώρι και τις γύρω από αυτό τοποθεσίες. Στην ελληνική μυθολογία, ο ασφόδελος συνδεόταν με τον Κάτω Κόσμο: Τα λιβάδια του ασφόδελου θεωρούνταν το τμήμα του Κάτω Κόσμου όπου διέμεναν οι ψυχές των απλών ανθρώπων και το ίδιο το φυτό θεωρείτο τροφή για τους νεκρούς. Οι νεαροί βλαστοί και οι ρίζες του φυτού τρώγονταν ιστορικά σε ορισμένους πολιτισμούς της Μεσογείου - οι ρίζες, ειδικότερα, μερικές φορές ψήνονταν ή βράζονταν.
Η πλατύφυλλη ανεμώνη (Anemone hortensis) έχει άνθη που απαντώνται σε χρώμα από κυανόλευκο έως μωβ και πορφυρό-κόκκινο. Το ύψος της κυμαίνεται μεταξύ 20 και 40 εκατοστών και μπορεί να φυτρώσει σε δάση, ελαιώνες, θαμνώνες και βραχώδη μέρη. Το όνομα του γένους προέρχεται από την ελληνική λέξη «άνεμος» και, σύμφωνα με τον αρχαίο μύθο, τα λουλούδια ανοίγουν μόνο όταν τα φυσάει ο άνεμος. Η πλατύφυλλη ανεμώνη ανθίζει στην περιοχή του Γαβαλοχωρίου από τον Φεβρουάριο έως τον Απρίλιο.
Η άγρια μαργαρίτα (Anthemis chia), που προέρχεται από την περιοχή της Μεσογείου, έχει λευκά άνθη με κίτρινο κέντρο, φτερωτά πέταλα και πολλούς όρθιους βλαστούς. Το ύψος της φτάνει τα 30 εκατοστά και μπορεί να φυτρώσει σε ελαιώνες, δάση, βραχώδη μέρη, καθώς και σε πεζούλια και κήπους. Στην περιοχή του Γαβαλοχωρίου, ανθίζει από τον Φεβρουάριο έως τον Μάιο. Τα άνθη της χρησιμοποιούνται στις βιομηχανίες τροφίμων, καλλυντικών και φαρμάκων για τις αντιοξειδωτικές, δερματολογικές και αντιδιαβητικές ιδιότητές τους.
Το κυνόγλωσσο (Cynoglossum columnae) οφείλει το όνομά του στα μακριά, γκριζωπά φύλλα του, που παραπέμπουν σε γλώσσα σκύλου. Το φυτό κατάγεται από την περιοχή της Μεσογείου και έχει ύψος από 30 έως 50 εκατοστά. Τα πορφυρά ή βαθυγάλαζα άνθη του ανθίζουν τον Απρίλιο και τον Μάιο μέσα σε χωράφια, ελαιώνες, αλλά και στις άκρες των δρόμων του Γαβαλοχωρίου.
Η μεγάλη κίτρινη μαργαρίτα (Glebionis coronaria) ανθίζει κάθε χρόνο στο Γαβαλοχώρι μεταξύ Μαρτίου και Μαΐου. Αναπτύσσεται σε ύψος από 15 έως 80 εκατοστά και μπορεί να φυτρώσει μέσα σε χωράφια, στις άκρες των δρόμων, αλλά ακόμη και στην άμμο δίπλα στη θάλασσα. Τα φύλλα και οι μίσχοι του φυτού είναι βρώσιμοι και χρησιμοποιούνται κατά κόρον στην ασιατική κουζίνα. Στην Κρήτη, το φυτό ονομάζεται «μαντηλίδα» και οι τρυφεροί βλαστοί του τρώγονται είτε ωμοί είτε στον ατμό. Η μεγάλη κίτρινη μαργαρίτα είναι πλούσια σε βιταμίνες και μέταλλα, όπως βιταμίνη Α, βιταμίνη C, κάλιο και ασβέστιο. Περιέχει, επίσης, αντιοξειδωτικά και θεωρείται ότι έχει αντιφλεγμονώδεις, διουρητικές και αποτοξινωτικές ιδιότητες.
Αυτός ο μικρός, συμπαγής θάμνος (Origanum Dictamnus) ευδοκιμεί μόνο στην Κρήτη, και θα τον βρείτε να φυτρώνει, συνήθως, σε μεγάλα ύψη και σε απότομους βράχους. Οι αρχαίοι Έλληνες, πίστευαν ότι ήταν δώρο της θεάς του κυνηγιού, Άρτεμης, η οποία το χρησιμοποιούσε για να γιατρέψει τις πληγές από τα βέλη. Επίσης, σπόροι δίκταμου βρέθηκαν κατά τις ανασκαφές της Κνωσού, ενώ απεικονίσεις του φυτού εμφανίζονται σε ζωγραφιές αγγείων της Μινωικής εποχής. Είναι ένα από τα σημαντικότερα θεραπευτικά βότανα της αρχαιότητας και είναι γνωστό ότι ανακουφίζει από συμπτώματα βήχα, πεπτικά προβλήματα, μικρές δερματικές φλεγμονές και μώλωπες. Επίσης, σκοτώνει τα βακτήρια, ενώ έχει και υψηλή αντιοξειδωτική δράση. Τα φύλλα του δίκταμου και τα ανοιχτόχρωμα άνθη του, χρησιμοποιούνται για την παρασκευή ροφήματος, ενώ επειδή θεωρείται απειλούμενο είδος, η άγρια συλλογή του έχει πλέον απαγορευτεί, ωστόσο καλλιεργείται εμπορικά.
Η αγράμπελη (Clematis cirrhosa) είναι ένα αειθαλές αναρριχώμενο φυτό με καμπανοειδή, αρωματικά, κιτρινόλευκα άνθη, που ανθίζουν κάθε χρόνο στο Γαβαλοχώρι από τον Οκτώβριο έως τον Φεβρουάριο. Μπορεί να φυτρώσει σε δάση, θαμνώνες, βραχώδη μέρη και δίπλα σε ξερολιθιές. Τα άνθη της προσελκύουν διάφορους επικονιαστές, όπως, λόγου χάρη, μέλισσες και πεταλούδες, ακόμη και κατά τους ψυχρούς μήνες.
Το βερμπάσκο (Verbascum macrurum) έχει στήμονες που καλύπτονται από κοντές και πυκνές τρίχες και στελέχη, που μπορεί να είναι γκρίζα ή κιτρινωπά. Το φυτό προέρχεται από τη Νότια Ευρώπη και φυτρώνει σε πλαγιές λόφων, βράχους, αργιλώδη εδάφη και στις άκρες των δρόμων. Τα κίτρινα άνθη του ανθίζουν από τον Απρίλιο έως τον Αύγουστο. Χρησιμοποιείται στην παραδοσιακή ιατρική, καθώς τα φύλλα και τα άνθη του έχουν αντιφλεγμονώδεις και καταπραϋντικές ιδιότητες.
Το αγριοσπάραγγο (Asparagus aphyllus) κατάγεται από την περιοχή της Μεσογείου και είναι ένα αγκαθωτό φυτό ύψους 1 μέτρου, με κιτρινωπά άνθη. Ανθίζει κάθε χρόνο, τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο, και φυτρώνει μέσα σε ελαιώνες, δίπλα σε φράχτες και σχισμές βράχων, ενώ οι νεαροί βλαστοί του συλλέγονται και τρώγονται, όπως τα κοινά σπαράγγια.
Ο βρώσιμος μάραθος (Foeniculum vulgare) έχει κίτρινα άνθη, που εμφανίζονται τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, και ευδοκιμεί στη Νότια Ευρώπη. Τα άνθη, τα φύλλα και οι βολβοί του έχουν μια γλυκιά γεύση γλυκάνισου και μπορούν να καταναλωθούν άφοβα. Οι αρχαίοι Έλληνες, χρησιμοποιούσαν τον μάραθο ως φάρμακο, τροφή, κατασταλτικό της πείνας και εντομοαπωθητικό, ενώ ένα ρόφημα από μάραθο, πίστευαν ότι έδινε θάρρος στους πολεμιστές, πριν από τη μάχη. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, ο Προμηθέας χρησιμοποίησε ένα γιγάντιο μίσχο μάραθου, για να μεταφέρει τη φωτιά από τον Όλυμπο στη Γη.
Η αγριογλαδιόλα (Gladiolus italicus) πήρε το όνομά της από τη λατινική λέξη «gladius», που σημαίνει «σπαθί», λόγω του σχήματος των φύλλων της. Με ύψος από 50 εκατοστά έως 1 μέτρο, τα άνθη της, τα οποία μπορεί να απαντώνται από ροζ-μωβ έως κόκκινα, ανθίζουν μεταξύ Μαρτίου και Ιουνίου. Θα τη βρείτε συχνότερα σε ελαιώνες και σε καλλιεργημένα ή μη χωράφια.
Η άγρια καλέντουλα (Calendula arvensis) είναι ένα βότανο που προέρχεται από την Κεντρική και Νότια Ευρώπη. Έχει φωτεινά κίτρινα έως κίτρινα-πορτοκαλί άνθη και αποτελεί σύμβολο της ηλιοφάνειας, της θετικότητας και της ζεστασιάς σε διάφορους πολιτισμούς. Θα τη βρείτε να αναπτύσσεται σε ύψος από 10 έως 50 εκατοστά σε πετρώδη εδάφη, αλλά ακόμη και στην άμμο δίπλα στην θάλασσα, μεταξύ Φεβρουαρίου και Μαΐου. Στην παραδοσιακή ιατρική, τα άνθη και τα φύλλα της χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία πληγών, εγκαυμάτων και δερματικών ερεθισμών. Επίσης, τα άνθη της χρησιμοποιούνται για την παραγωγή φυσικής βαφής.
Το αρίσαρο (Arisarum vulgare) αναγνωρίζεται από τα πλατιά, καρδιόσχημα ή βελονοειδή φύλλα του και το μωβ-καφέ ή λαδί-πράσινο, γυαλιστερό, με κάθετες ραβδώσεις περίβλημα, που έχει μήκος περίπου 12 εκατοστά. Οι κορυφές του είναι λυγισμένες προς τα εμπρός και περικλείουν πρασινωπές ακίδες, που μοιάζουν με ρόπαλο και οι οποίες προεξέχουν. Έχει ύψος από 10 έως 30 εκατοστά και μπορεί να βρεθεί σε δάση, ελαιώνες, θαμνώνες και βραχώδη μέρη εν γένει. Είναι ενδημικό της Μεσογείου και προσελκύει διάφορους επικονιαστές, όπως μικρές μύγες και σκνίπες, ενεργοποιώντας έναν μηχανισμό παγίδευσης, που συγκρατεί προσωρινά τα έντομα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η επικονίαση. Το αρίσαρο ανθίζει στην περιοχή του Γαβαλοχωρίου από τον Οκτώβριο έως τον Απρίλιο.
Ο απήγανος (Ruta chalepensis) είναι ένας θάμνος με αρωματικά φύλλα, που μοιάζουν με φτέρη, ο οποίος φυτρώνει σε πετρώδη μέρη και σε σχισμές βράχων, ακόμη και μέσα σε φαράγγια. Τα κίτρινα άνθη του ανθίζουν κάθε χρόνο στο Γαβαλοχώρι από τον Απρίλιο και τον Μάιο. Ο απήγανος, που κατάγεται από την περιοχή της Μεσογείου, έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον στην παραδοσιακή ιατρική για τις θεραπευτικές του αντιπυρετικές και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες, ενώ βοηθά στην ανακούφιση του πόνου, καθώς και στην αντιμετώπιση της αϋπνίας και του άγχους. Χρησιμοποιείται, επίσης, σε διάφορες τελετουργίες, ως προστατευτικό βότανο, προκειμένου να απομακρύνει τα κακά πνεύματα, ενώ απαντάται και ως αρωματικό στοιχείο σε ορισμένα παραδοσιακά πιάτα.
Είναι, επίσης, γνωστό ως «Φέρουλα η κοινή», «άρτυκας», ή «γιγαντιαίος μάραθος» (Ferula communis) και είναι εγγενές στην περιοχή της Μεσογείου. Είναι ένα μεγάλο και εντυπωσιακό φυτό, το οποίο μπορεί να φτάσει σε ύψος πάνω από τα 3 μέτρα. Θα το βρείτε κατά μήκος των δρόμων γύρω από το Γαβαλοχώρι, από τον Απρίλιο ως τον Μάιο.
Το ελληνικό φασκόμηλο (Salvia fruticosa) είναι ένας αειθαλής θάμνος, που συναντάται σε δάση κωνοφόρων δέντρων, σε βραχώδη μέρη και σε ελαιώνες. Είναι ενδημικό στην περιοχή της Μεσογείου, το ύψος του κυμαίνεται μεταξύ 30 και 120 εκατοστών και έχει μωβ-μπλε λουλούδια, που ανθίζουν από τον Μάρτιο έως τον Μάιο. Οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι εκτιμούσαν ιδιαίτερα το φασκόμηλο για τις αντισηπτικές, αντιφλεγμονώδεις και πεπτικές του ιδιότητες. Σήμερα, χρησιμοποιείται για να αρωματίσει κρέατα, σούπες και βραστά, ενώ τα φύλλα του μπορούν, επίσης, να χρησιμοποιηθούν για τσάι. Τέλος, το αιθέριο έλαιο που εξάγεται από τα φύλλα του χρησιμοποιείται στην αρωματοθεραπεία και στην κοσμετολογία.
Το ορνιθόγαλο (Ornithogalum collinum) είναι ενδημικό στην περιοχή της Μεσογείου και μπορεί να φυτρώσει σε βραχώδεις πλαγιές, σε δεντρόκηπους και σε αγρούς. Το φυτό αναπτύσσεται κοντά στο έδαφος και έχει ύψος μόλις 5 έως 15 εκατοστά. Τα άνθη του είναι λευκά με μια πράσινη λωρίδα από κάτω και ανθίζουν τον Μάρτιο και τον Απρίλιο. Όλα τα μέρη του φυτού είναι τοξικά για τον άνθρωπο και για τα κατοικίδια ζώα.
Ο κισσός (Hedera helix), ο οποίος προέρχεται από την Ευρώπη και τη Δυτική Ασία, είναι ένα αναρριχώμενο φυτό που μπορεί να βρεθεί σε δάση, πάνω σε βράχους ακόμη και σε τοίχους σπιτιών, και παράγει μικρά, πρασινοκίτρινα άνθη, κάθε χρόνο μεταξύ Σεπτεμβρίου και Νοεμβρίου. Αν και οι καρποί του είναι δηλητηριώδεις για τον άνθρωπο, το φυτό χρησιμοποιείται στην παραδοσιακή ιατρική για τη θεραπεία αναπνευστικών παθήσεων, όπως ο βήχας και η βρογχίτιδα, καθώς και για την ανακούφιση των συμπτωμάτων της αρθρίτιδας. Οι αρχαίοι Έλληνες αφιέρωναν τον κισσό στον θεό Διόνυσο και συχνά στεφάνωναν τα αγάλματά του με κισσό, επειδή τον θεωρούσαν σύμβολο αθανασίας, αλλά και αντίδοτο για τον πονοκέφαλο έπειτα από οινοποσία.
Το φασκόμηλο της Ιερουσαλήμ (Phlomis fruticosa) είναι ένας μικρός, αειθαλής θάμνος, που φτάνει το ένα μέτρο σε ύψος, και ευδοκιμεί στην Ελλάδα και στην Τουρκία. Φύεται γύρω από το Γαβαλοχώρι και μπορείτε να δείτε τα εντυπωσιακά χρυσαφένια άνθη του να ανθίζουν από τον Μάρτιο έως τον Ιούνιο. Το φασκόμηλο της Ιερουσαλήμ είναι, επίσης, γνωστό ως «φυτό του λυχναριού», επειδή τα φύλλα του χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα ως φυτίλια.
Η λεβάντα (Lavandula dentata) είναι ένας μικρός, αειθαλής θάμνος, με υπέροχα μοβ άνθη. Ανήκει στην οικογένεια της μέντας και ευδοκιμεί στην περιοχή της Μεσογείου. Η λεβάντα είναι ένα από τα πιο αρωματικά φυτά και εκτιμάται ιδιαίτερα για το έλαιό της, που χρησιμοποιείται στην μαγειρική και στα καλλυντικά. Οι αρχαίοι Έλληνες, αρωμάτιζαν το νερό του μπάνιου τους με λεβάντα, τη χρησιμοποιούσαν ως εντομοαπωθητικό και τη θεωρούσαν αντίδοτο στα φυτικά δηλητήρια. Τα ιατρικά οφέλη της λεβάντας, περιλαμβάνουν τη βελτίωση της ποιότητας του ύπνου, την επούλωση δερματικών κηλίδων, την ανακούφιση από τον πόνο, τη μείωση της αρτηριακής πίεσης και την ανακούφιση των συμπτωμάτων του άσθματος.
Το λευκό σινάπι (Sinapis alba), που κατάγεται από την περιοχή της Μεσογείου και καλλιεργείται παγκοσμίως, συναντάται σε ελαιώνες, σε καλλιεργημένες εκτάσεις και χωράφια, στις άκρες των δρόμων, καθώς και στην άμμο δίπλα στην θάλασσα. Έχει ύψος από 20 έως 80 εκατοστά και ανθίζει κάθε χρόνο στην περιοχή του Γαβαλοχωρίου από τον Μάρτιο έως τον Μάιο. Το φυτό έχει διάφορες χρήσεις, αλλά είναι άκρως δημοφιλές, καθότι από τα νεαρά φύλλα και τους σπόρους του φτιάχνεται η μουστάρδα. Το φυτό έχει, επίσης, αντιφλεγμονώδεις, πεπτικές και αποτοξινωτικές ιδιότητες. Τέλος, χρησιμοποιείται ως χλωρή λίπανση για την ενίσχυση της γονιμότητας του εδάφους.
Η αγιοβασιλίτσα (Charybdis maritima) είναι ένα βολβώδες φυτό, που προέρχεται από την περιοχή της Μεσογείου, αναπτύσσεται σε ύψος μέχρι 1 μέτρο και ο βολβός του μπορεί να ζυγίζει μέχρι 2 κιλά. Ανθίζει κάθε χρόνο στην περιοχή του Γαβαλοχωρίου μεταξύ Αυγούστου και Οκτωβρίου. Αν και ο βολβός είναι ιδιαίτερα δηλητηριώδης, εντούτοις έχει χρησιμοποιηθεί εκτενώς στην παραδοσιακή ιατρική για τις καρδιακές, διεγερτικές, αποχρεμπτικές και διουρητικές του ιδιότητες. Τόσο ο φιλόσοφος και μαθηματικός Πυθαγόρας τον 6ο αιώνα π.Χ. όσο και ο γιατρός και φαρμακολόγος Διοσκουρίδης ο Πεδάνιος τον 1ο αιώνα μ.Χ., συνιστούσαν την τοποθέτηση του βολβού έξω από την πόρτα κάθε οικίας, κατά τους ανοιξιάτικους μήνες, ως προστασία από τα κακά πνεύματα. Ακόμη και σήμερα, οι βολβοί εξακολουθούν να αποτελούν μέρος των ιδιαίτερων παραδόσεων των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.
Το ελίχρυσο (Helichrysum conglobatum) είναι ένα πολυετές φυτό με πολλούς βλαστούς και φύλλα γραμμοειδή, που κατάγεται από την περιοχή της Μεσογείου, και μπορεί να φτάσει σε ύψος μέχρι τα 50 εκατοστά. Το όνομά του προέρχεται από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις «ήλιος» και «χρυσός», που παραπέμπουν στην ολόχρυση, λαμπερή εμφάνιση των λουλουδιών του. Μπορείτε να το δείτε να ανθίζει στην περιοχή του Γαβαλοχωρίου, κάθε χρόνο μεταξύ Μαρτίου και Σεπτεμβρίου, κοντά σε βραχώδη σημεία, καθώς και μέσα σε δάση. Το φυτό χρησιμοποιείται στην παραδοσιακή ιατρική για τις αντιφλεγμονώδεις, αντιμικροβιακές και επουλωτικές του ιδιότητες, ενώ το έλαιο του φυτού χρησιμοποιείται στην αρωματοθεραπεία και σε φυσικά προϊόντα περιποίησης του δέρματος.
Η ρίγανη (Origanum vulgare) είναι, επίσης, γνωστή με τα ονόματα «χειμερινή μαντζουράνα» και «τριχωτή μαντζουράνα». Είναι ένα αρωματικό και φαρμακευτικό βότανο, που αναπτύσσεται σε ύψος από 20 έως 80 εκατοστά, κοντά σε βραχώδη μέρη, μέσα σε δάση και λιβάδια, ενώ τα μικρά μωβ, ροζ ή λευκά άνθη της ανθίζουν κάθε χρόνο στο Γαβαλοχώρι από τον Μάιο έως τον Ιούλιο. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι η ρίγανη δημιουργήθηκε από τη θεά Αφροδίτη και χρησιμοποιούσαν το βότανο, όχι μόνο στην μαγειρική, αλλά και για να στεφανώνουν τα παντρεμένα ζευγάρια, καθώς και για να φέρνει γαλήνη στους νεκρούς. Η ρίγανη έχει ισχυρές αντιμικροβιακές και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες, και χρησιμοποιείται στην παραδοσιακή ιατρική για την ανακούφιση των συμπτωμάτων των ρευματισμών, της δυσπεψίας, του βήχα, του κρυολογήματος, της διάρροιας και του πονόδοντου. Το έλαιο που εξάγεται από τα φύλλα και τα άνθη, χρησιμοποιείται στην αρωματοθεραπεία, σε φυσικά προϊόντα καθαρισμού και ως συντηρητικό τροφίμων. Το βότανο χρησιμοποιείται ευρέως στην ελληνική κουζίνα, σε κλασικούς συνδυασμούς με αρνί και χοιρινό, καθώς και ως γαρνιτούρα στις ελληνικές σαλάτες.
Η ανεμώνη (Anemone coronaria) είναι ένα ποώδες, βολβώδες φυτό, που ανθίζει σε διάφορα χρώματα (κόκκινο, μπλε, λευκό, μωβ και ροζ) και μπορεί να φυτρώσει σε ελαιώνες, χωράφια και επίπεδα αργιλώδη εδάφη. Κατάγεται από την περιοχή της Μεσογείου, έχει ύψος από 20 έως 40 εκατοστά και ανθίζει κάθε χρόνο στο Γαβαλοχώρι από τον Φεβρουάριο έως τον Απρίλιο. Το λουλούδι αυτό περιέχει έναν έντονο συμβολισμό, καθότι στην ελληνική μυθολογία η ανεμώνη συνδέεται με την ιστορία του Αδώνιδος και της Αφροδίτης, συμβολίζοντας το εφήμερο της ζωής και την άφιξη της άνοιξης. Ο θνητός Άδωνις σκοτώθηκε ενώ κυνηγούσε και η Αφροδίτη, ταραγμένη από τον αιφνίδιο θάνατό του, πίεσε τον Δία να τον επαναφέρει στη ζωή. Αν και όλα τα είδη ανεμώνης είναι τοξικά τόσο για τα ζώα όσο και για τους ανθρώπους, το φυτό έχει ευεργετικές ιατρικές χρήσεις. Το λουλούδι και οι ρίζες του μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη θεραπεία φλεγμονών των ματιών και του δέρματος, για την μείωση των πόνων της εμμήνου ρύσεως, καθώς και για την θεραπεία αναπνευστικών προβλημάτων.
Πρόκειται για ένα αγκαθωτό φυτό (Galactites tomentosus Moench) που μπορεί να φτάσει σε ύψος τα 80 εκατοστά. Μπορείτε να θαυμάσετε τα λευκά, ροζ ή λιλά-μωβ άνθη του να ανθίζουν κάθε χρόνο μεταξύ Μαρτίου και Ιουνίου, σε λιβάδια, ελαιώνες, βραχώδη μέρη, ακόμη και κοντά στη θάλασσα. Είναι ενδημικό της περιοχής της Μεσογείου, τα άνθη του προσελκύουν μια ποικιλία επικονιαστών, όπως λόγου χάρη μέλισσες, πεταλούδες και άλλα έντομα, ενώ οι σπόροι του αποτελούν πηγή τροφής για τα πουλιά και τα μικρά θηλαστικά. Το όνομά του «Galactites» προέρχεται από την ελληνική λέξη «γάλα», και παραπέμπει στον γαλακτώδη χυμό που αποβάλλει το φυτό, όταν κόβεται.
Η πυραμιδική ορχιδέα (Anacamptis pyramidalis) είναι ένα ποώδες φυτό με λεπτό στέλεχος που φτάνει σε ύψος τα 60 εκατοστά. Τα φωτεινά ροζ ή μωβ άνθη της απαντώνται κοντά σε θάμνους, λιβάδια, στις άκρες δρόμων και μέσα σε ελαιώνες, κάθε χρόνο από τον Απρίλιο έως τον Ιούνιο. Το φυτό επικονιάζεται από πεταλούδες και, όπως και πολλές άλλες ορχιδέες, έχει συμβιωτική σχέση με διάφορους μύκητες (το φυτό παρέχει οργανικό υλικό στον μύκητα με την μορφή σακχάρων και ο μύκητας παρέχει στο φυτό νερό και ανόργανα θρεπτικά συστατικά από το έδαφος).
Πρόκειται για έναν θάμνο με αρωματικά, αειθαλή φύλλα που μοιάζουν με βελόνες. Οι θάμνοι του δεντρολίβανου (Rosmarinus officinalis) μπορούν να φτάσουν μέχρι και τα 2 μέτρα σε ύψος. Ευδοκιμεί στην περιοχή της Μεσογείου και τα μωβ-μπλε άνθη του ανθίζουν από τον Νοέμβριο έως τον Μάιο. Κατά την μυθολογία, η Αφροδίτη, η θεά του έρωτα και της ομορφιάς, δημιούργησε το φυτό, το οποίο στη συνέχεια έγινε σύμβολο πίστης. Έτσι, οι ερωτευμένοι συνήθιζαν να ανταλλάσσουν κλωνάρια δεντρολίβανου, προκειμένου να υποσχεθούν αιώνια πίστη και αφοσίωση. Το δεντρολίβανο συμβολίζει, επίσης, την μνήμη και ενίοτε χρησιμοποιείται σε τελετές κηδειών. Θεωρείται ότι έχει πολλές ιατρικές χρήσεις και χρησιμοποιείται ευρέως σε αρώματα και καλλυντικά, ενώ ταιριάζει εξαιρετικά σε πιάτα με αρνί, χοιρινό και ψάρι. Τέλος, στο Γαβαλοχώρι, η ταβέρνα «Αρισμαρί» πήρε το όνομά της από αυτό το φυτό—η λέξη «αρισμαρί» είναι ένας όρος από την παλιά κρητική διάλεκτο για το «δεντρολίβανο».
Ο αρκουδόβατος (Smilax aspera) είναι ένα αειθαλές αναρριχώμενο φυτό με εύκαμπτο και λεπτό στέλεχος, το οποίο προέρχεται από την περιοχή της Μεσογείου. Χαρακτηρίζεται από αιχμηρά αγκάθια και φύλλα σε σχήμα καρδιάς, ενώ τα μικρά, αρωματικά, πρασινωπά λευκά, κίτρινα ή ροζ λουλούδια του ανθίζουν τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο στην περιοχή του Γαβαλοχωρίου. Αναζητήστε το μέσα σε δάση, ελαιώνες, θαμνώνες και κοντά σε πέτρινους τοίχους. Το όνομά του συνδέεται με τον αρχαιοελληνικό μύθο της νύμφης Σμίλαξ, η οποία ερωτεύτηκε τον Κρόκο, έναν θνητό νεαρό, που μεταμορφώθηκε από τους θεούς στο ομώνυμο φυτό, που όλοι γνωρίζουμε σήμερα. Πιστεύεται ότι η Σμίλαξ είχε παρόμοια μοίρα με τον Κρόκο και μεταμορφώθηκε με τη σειρά της σε αγκινάρα. Τόσο οι έλικες όσο και οι νεαροί βλαστοί του φυτού τρώγονται, ενώ η ρίζα του έχει φαρμακευτικές ιδιότητες και είναι ικανή να καταπραΰνει τους φλεγμονώδεις βλεννογόνους και να αυξήσει την εφίδρωση και τη διούρηση, δημιουργώντας ένα αίσθημα ευεξίας.
Ο θάμνος (Hypericum empetrifolium), έχει κίτρινα άνθη σε σχήμα αστεριού με μακριούς, εντυπωσιακούς στήμονες στο κέντρο, και ανθίζει στις αρχές του καλοκαιριού. Με τα άνθη του βάλσαμου, μπορείτε να ετοιμάσετε ένα ευεργετικό φυτικό λάδι: Αρχικά, τα βάζετε σ' ένα σκουρόχρωμο, γυάλινο μπουκάλι, το γεμίζετε με ελαιόλαδο και το αφήνετε στο φως του ήλιου για περίπου έναν μήνα. Στη συνέχεια, κι αφού το λάδι θα έχει γίνει ρουμπινί, το στραγγίζετε και το αποθηκεύετε σε σκοτεινό ντουλάπι. Χρησιμοποιείται τόσο για τη θεραπεία εγκαυμάτων, πληγών και μυϊκών πόνων (οι Σπαρτιάτες φρόντιζαν τις πληγές τους, μετά την μάχη, με βαλσαμέλαιο) όσο και για τη θεραπεία του άγχους, της κατάθλιψης και άλλων διαταραχών διάθεσης.
Η Μπελεβάλια η τρίφυλλη (Bellevalia trifoliata) είναι βολβώδες ενδημικό φυτό της περιοχής της Μεσογείου και πήρε το όνομά της προς τιμήν του Γάλλου βοτανολόγου Pierre Richer de Belleval. Διαθέτει από 3 έως 5 μακριά φύλλα σε κάθε φυτό και τα άνθη της απαντώνται από μπλε έως βιολετί απόχρωση. Θα τη δείτε να ανθίζει μέσα σε δάση, ελαιώνες, βραχώδη μέρη, χωράφια και κοντά σε πεζούλες, κάθε Μάρτιο και Απρίλιο.
Είναι ένα έντονα αρωματικό βότανο, με φυσική αντισηπτική δράση, ενώ έχει ζωηρά μοβ άνθη, που ανθίζουν από τα τέλη Ιουνίου έως τον Αύγουστο. Οι αρχαίοι Έλληνες, γνώριζαν ότι το θυμάρι (Coridothymus capitatus) ήταν ένα αναζωογονητικό βότανο και πίστευαν ότι ενέπνεε θάρρος. Χρησιμοποιούσαν, επίσης, τα φύλλα και τα άνθη του θυμαριού, για να αρωματίσουν το νερό του μπάνιου τους, ενώ όσοι μύριζαν θυμάρι, θεωρούνταν κομψοί και εκλεπτυσμένοι. Το θυμάρι χρησιμοποιείται ευρέως σε διάφορα μεσογειακά πιάτα, ενώ είναι και το βότανο που χαρακτηρίζει τη γεύση του κρητικού μελιού.
Το έχιο το ιταλικό (Echium italicum), επίσης γνωστό ως «Lady Campbell weed» και «Pale bugloss», είναι ένα ενδημικό φυτό της Μεσογείου, που έχει ύψος από 30 έως 80 εκατοστά και μπορείτε να το συναντήσετε σε βραχώδη μέρη και αγρούς. Τα πολυάριθμα χωνοειδή άνθη του, μπορεί να είναι ανοιχτά μπλε ή λευκά και προσελκύουν μια σειρά από επικονιαστές, όπως λόγου χάρη μέλισσες, πεταλούδες και άλλα έντομα. Το όνομά του «Echium» προέρχεται από την ελληνική λέξη «οχιά», επειδή οι μικροί καρποί του φυτού μοιάζουν με κεφάλι οχιάς.
Η λευκή τσουκνίδα (Prasium majus) κατάγεται από την περιοχή της Μεσογείου και φυτρώνει σε θαμνώνες, ασβεστολιθικά βραχώδη εδάφη, καθώς και στην άμμο δίπλα στη θάλασσα. Το ύψος της κυμαίνεται μεταξύ 30 εκατοστών και 1 μέτρου, ενώ τα φύλλα της έχουν άρωμα μέντας και χρησιμοποιούνται για να αρωματίσουν την κρητική κουζίνα. Τα φύλλα έχουν, επίσης, χρησιμοποιηθεί στην παραδοσιακή ιατρική για τις αντιφλεγμονώδεις και αντισηπτικές τους ιδιότητες και για τη θεραπεία πληγών και δερματικών ερεθισμών. Τα λευκά ή απαλό ροζ άνθη της ανθίζουν κάθε χρόνο μεταξύ Μαρτίου και Μαΐου.
Το άγριο καρότο (Daucus carota) είναι, επίσης, γνωστό ως «Δαντέλα της Βασίλισσας Άννας» και χαρακτηρίζεται από όρθιους μίσχους, ύψους έως 170 εκατοστά, και δαντελωτά λευκά άνθη. Τα κοινά καρότα είναι μια ποικιλία ενός υποείδους αυτού του καρότου, το οποίο κατάγεται από την Ευρώπη και τη νοτιοδυτική Ασία. Όπως και το κοινό καρότο, οι ρίζες και τα φύλλα του άγριου καρότου είναι βρώσιμα. Ιστορικά, το φυτό έχει χρησιμοποιηθεί ως διουρητικό και πεπτικό βοήθημα, ακόμη και ως αντισυλληπτικό σε ορισμένους πολιτισμούς. Το άγριο καρότο μπορεί να βρεθεί σε αμμώδη και πετρώδη εδάφη, ξηρά λιβάδια και χωράφια, ενώ ανθίζει από τον Απρίλιο έως τον Αύγουστο στην περιοχή του Γαβαλοχωρίου.
Η Κρήτη φιλοξενεί μία πληθώρα ζώων και πτηνών. Φυσικά, δεν είναι δυνατό να τα παρουσιάσουμε όλα εδώ, γι' αυτό και επικεντρωθήκαμε σε αυτά τα είδη, που είναι πιθανό να συναντήσετε ενόσω βρίσκεστε στο νησί.
Το ρινοδέλφινο εμφανίζεται πολύ συχνά κατά μήκος των ακτών της Κρήτης. Έχει γκρίζα ράχη και γκρίζα, λευκή ή ροζ κοιλιά. Έχει μήκος συνήθως 2,5 έως 3 μέτρα και διαθέτει κοντό, στρογγυλεμένο ρύγχος. Κυνηγά σε ομάδες έως και 100 ζώων και τρέφεται με σαρδέλες, σκουμπριά, ρέγγες, καλαμάρια, χταπόδια, καβούρια και γαρίδες. Τα δελφίνια είναι πολύ έξυπνα ζώα, τους αρέσει να ακολουθούν τα πλοία και είναι συνήθως φιλικά προς τους ανθρώπους, παίζοντας συχνά με τους κολυμβητές. Αναπαραστάσεις δελφινιών μπορεί να δει κανείς σε τοιχογραφίες από το ανάκτορο στον αρχαιολογικό χώρο της Κνωσού, κοντά στο Ηράκλειο, ενώ είναι γνωστά στην ελληνική μυθολογία ως αγγελιοφόροι, φύλακες και διασώστες.
Στην Κρήτη υπάρχουν διάφορα είδη μεδουσών. Οι μέδουσες μπορούν να ανιχνεύσουν την κίνηση και να εκκρίνουν μια τοξική ουσία που αναισθητοποιεί το θήραμά τους (θαλάσσια σαλιγκάρια, γαρίδες, μύδια, καβούρια ή μικρά ψάρια). Τα είδη που μπορεί να συναντήσετε συχνότερα εδώ είναι η μέδουσα του φεγγαριού (έχει διάμετρο περίπου 17 εκατοστά), η Μεσογειακή μέδουσα (έχει διάμετρο περίπου 60 εκατοστά), καθώς και η μέδουσα Medusozoa (με διάμετρο από 2 έως 40 εκατοστά). Από το 2020, έχει εντοπιστεί στις ακτές της Ελλάδας ένα νέο είδος μέδουσας, η μωβ μέδουσα, η οποία είναι πολύ πιο επικίνδυνη από τις υπόλοιπες. Το τσίμπημά της μπορεί να προκαλέσει επώδυνο τραύμα και να αφήσει μόνιμο σημάδι. Αν σας τσιμπήσει μέδουσα, ξεπλύνετε καλά την ευαίσθητη περιοχή με θαλασσινό νερό (ποτέ με γλυκό νερό) και αφαιρέστε τυχόν αγκάθια με ένα τσιμπιδάκι. Αν σας τσιμπήσει μωβ μέδουσα, φροντίστε να μουλιάσετε την ευαίσθητη περιοχή σε ζεστό νερό για τουλάχιστον 30 λεπτά.
Η θαλάσσια χελώνα καρέτα-καρέτα έχει μήκος περίπου 89 εκατοστά και ζυγίζει κατά μέσο όρο 136 κιλά, ενώ μπορεί να ζήσει έως και τα 67 έτη. Το κεφάλι και το καβούκι έχουν χρώμα από κοκκινωπό καφέ έως κιτρινωπό πορτοκαλί, ενώ το κάτω μέρος είναι ανοιχτό κίτρινο. Οι χελώνες αυτές τρέφονται με σαλιγκάρια, μικρά ψάρια, καβούρια, θαλάσσιες ανεμώνες, μέδουσες και διάφορα μαλάκια, τα οποία συνθλίβουν με τα ισχυρά σαγόνια τους. Θεωρούνται είδος υπό εξαφάνιση και προστατεύονται από τη Διεθνή Ένωση για τη Διατήρηση της Φύσης. Ο «Αρχελών», η Εταιρεία Προστασίας της Θαλάσσιας Χελώνας στην Ελλάδα, έχει καταστήσει ως περιοχή δράσης της μια παραλία στα ανατολικά του Ρεθύμνου, όπου οι χελώνες γεννούν τα αυγά τους κάθε καλοκαίρι. Ερευνητές και εθελοντές περπατούν καθημερινά στην παραλία, καταγράφοντας και προστατεύοντας τις φωλιές των θαλάσσιων χελωνών.
Το χταπόδι είναι μαλάκιο που έχασε το κέλυφός του κατά την εξελικτική διαδικασία. Το μέγεθός του κυμαίνεται από 30 έως 90 εκατοστά και έχει οκτώ άκρα, όπως άλλωστε μαρτυρά και το όνομά του. Θεωρείται ο βασιλιάς του καμουφλάζ και τρέφεται με μικρά ψάρια, γαρίδες και καβούρια. Το λιαστό χταπόδι αποτελεί υπέροχο μεζέ, που σερβίρεται πολύ συχνά στις τοπικές ταβέρνες του νησιού και αξίζει να δοκιμάσετε.
Αχινούς μπορεί να βρείτε στις βραχώδεις παραλίες της Κρήτης. Έχουν, συνήθως, μέγεθος από 3 έως 10 εκατοστά και τρέφονται κυρίως με φύκια και μύδια, ενώ οι ίδιοι αποτελούν λεία για τα ψάρια, τους αστερίες, τα καβούρια και τα υπόλοιπα θαλάσσια θηλαστικά. Αν πατήσετε αχινό, φροντίστε να απομακρύνετε τα αγκάθια με κάποιο τσιμπιδάκι και να χρησιμοποιήσετε κατάλληλη αλοιφή.
Η Κρήτη φιλοξενεί πολλά είδη νυχτερίδων. Τα δύο πιο συνηθισμένα είναι η ευρωπαϊκή νυχτερίδα και η τρανορινόλοφος νυχτερίδα. Η ευρωπαϊκή νυχτερίδα έχει μικρό μέγεθος, με κοκκινωπό καφέ ή γκρι τρίχωμα, με αυτιά που γέρνουν προς τα εμπρός και στενά φτερά. Η τρανορινόλοφος νυχτερίδα έχει μήκος από 5 έως 7 εκατοστά, έχει χρυσοκάστανο τρίχωμα και στρογγυλεμένα φτερά. Οι νυχτερίδες ζουν μέσα σε σπηλιές, ανάμεσα σε βράχους, σε γκρεμούς, σε λατομεία και σε παλιά σπίτια, ενώ τρέφονται με σκόρους, σκαθάρια και άλλα έντομα.
Τα πιο θορυβώδη πλάσματα που θα συναντήσετε στην Κρήτη, ειδικά αν βρίσκεστε εδώ το καλοκαίρι, είναι τα τζιτζίκια (Cicadomopha). Όπου υπάρχουν δέντρα, είναι πιθανό να ακούσετε αυτά τα έντομα να παράγουν έναν πολύ δυνατό, τσιριχτό ήχο κατά τις πιο ζεστές ώρες της ημέρας. Τα τζιτζίκια της Κρήτης είναι από τα μεγαλύτερα τζιτζίκια που υπάρχουν στην Ευρώπη, με μήκος που φτάνει τα 5 εκατοστά. Ο κύκλος ζωής τους κυμαίνεται από 1 έως 9 χρόνια, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της ύπαρξής τους είναι ως προνύμφες θαμμένες στη γη. Τα θηλυκά γεννούν αυγά στο φλοιό των δέντρων, τα οποία στη συνέχεια πέφτουν στο έδαφος και σκάβουν στη γη. Όταν τα έντομα αναδύονται ως ενήλικα, συνήθως μεταξύ 2 και 5 ετών αργότερα, αποβάλλουν το δέρμα τους και μερικές φορές θα δείτε τους εγκαταλελειμμένους εξωσκελετούς τους στις πλευρές των κτιρίων ή στους κορμούς των δέντρων. Ο θόρυβος που κάνουν παράγεται από τα αρσενικά του είδους με τη χρήση ενός ζεύγους τυμπάνων, δονητικών μεμβρανών που βρίσκονται κάτω από κάθε πλευρά της κοιλιάς τους. Ο ήχος λειτουργεί τόσο για την προσέλκυση συντρόφου όσο και για την απώθηση των πτηνών, των φυσικών θηρευτών των τζιτζικιών. Τα τζιτζίκια ζουν με φυτικούς χυμούς από χόρτα, θάμνους και δέντρα.
Οι δεκαοχτούρες ζουν τόσο στις πόλεις όσο και στα χωριά. Έχουν ροζ-καφέ χρώμα και μακριά φτερά στην ουρά τους, που συνήθως είναι λευκά από την κάτω μεριά. Έχουν ένα μαύρο σημάδι στον αυχένα τους (μοιάζει με κολάρο), από το οποίο παίρνουν και το όνομά τους. Έχουν μήκος περίπου 32 εκατοστά και τρέφονται με σπόρους, όπως το σιτάρι και το καλαμπόκι, καθώς και με μούρα.
Ο γυπαετός ή γενειοφόρος γύπας, έχει άνοιγμα φτερών σχεδόν 3 μέτρα. Ζει τρώγοντας κυρίως μυελό των οστών, γεγονός που τον καθιστά μοναδικό στο είδος του. Ο γενειοφόρος γύπας απειλείται με εξαφάνιση, επομένως είναι πολύ σπάνιο να τον συναντήσετε.
Στην Κρήτη ζουν αρκετά είδη κουκουβάγιας, αλλά το πιο συνηθισμένο που είναι πιθανό να δείτε ή να ακούσετε είναι η μικρή κουκουβάγια. Τα φτερά της έχουν ένα μείγμα λευκού και σκούρου καστανού χρώματος, έχει έντονα κίτρινα μάτια και προεξέχοντα λευκά φρύδια. Έχει μήκος περίπου 22 εκατοστά και άνοιγμα φτερών περίπου 56 εκατοστά. Είναι νυκτόβιο πουλί και τρέφεται κυρίως με μικρά ερπετά και άλλα πουλιά, καθώς επίσης με σκαθάρια και ακρίδες. Η κουκουβάγια συμβολίζει τη σοφία και τη γνώση και οι αναφορές γι’ αυτήν είναι διάχυτες σε όλη την ελληνική ιστορία, την μυθολογία, την τέχνη και τη λογοτεχνία, ενώ η όψη της έχει κοσμήσει και πολλά νομίσματα.
Υπάρχουν διάφορα είδη χελιδονιών στην Κρήτη, αλλά ένα πολύ συνηθισμένο είναι το χελιδόνι του αχυρώνα (hirundo rustica). Αναγνωρίζονται εύκολα, επειδή είναι αρπακτικά από αέρος και συχνά μπορείτε να δείτε σμήνη τους να πετούν στον αέρα ή να περνούν την επιφάνεια του νερού για να τραφούν με έντομα που πιάνουν εν πτήσει. Έχουν επίσης μια χαρακτηριστική διχαλωτή ουρά, λευκό στήθος και μπλε και πορτοκαλί κεφάλι. Το μέσο μήκος τους είναι περίπου 17 εκατοστά (6 ίντσες). Περνούν τους χειμερινούς μήνες στη νότια Σαχάρα και μέχρι τη Νότια Αφρική και στη συνέχεια πετούν πάνω από 10.000 χιλιόμετρα (6.213 μίλια) προς τις θερινές τους κατοικίες για να αναπαραχθούν. Η άφιξή τους στην Κρήτη κάθε χρόνο σηματοδοτεί την έναρξη της άνοιξης.
Οι σκύλοι και οι γάτες είναι τα ζώα που θα συναντήσετε πιο συχνά στην Κρήτη. Δυστυχώς, όμως, υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός αδέσποτων ζώων, τα οποία μπορούν και επιβιώνουν λόγω των ήπιων χειμώνων που επικρατούν στο νησί, αλλά και της καλοσύνης των ντόπιων κατοίκων, που τα ταΐζουν. Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότεροι κτηνίατροι έχουν αρχίσει να στειρώνουν αδέσποτες γάτες και σκύλους, με στόχο να συγκρατηθεί ο πληθυσμός τους. Τα σκυλιά που έχουν για κατοικίδια οι ντόπιοι κάτοικοι του Γαβαλοχωρίου, συχνά αφήνονται να γαβγίζουν ελεύθερα, γεγονός που είναι ενοχλητικό για εκείνους που δεν είναι συνηθισμένοι σε αυτό. Οι Έλληνες εκτιμάνε ιδιαίτερα τους σκύλους τόσο για την ικανότητά τους να προστατεύουν τα σπίτια των ιδιοκτητών τους όσο και για τη συντροφιά που τους προσφέρουν. Μάλιστα, υπάρχει ένα ρητό που λέει ότι «ένας σκύλος που δεν γαβγίζει, δεν είναι σκύλος».
Ο κρητικός ασβός (άρκαλος) έχει κοντά πόδια και μήκος μεταξύ 70 και 95 εκατοστών. Έχει γκριζοκάστανο τρίχωμα και μια χαρακτηριστική λευκή λωρίδα, που ξεκινά από την άκρη της μουσούδας του και φτάνει μέχρι το πίσω μέρος του κεφαλιού του. Το πρόσωπό του είναι σφηνοειδές και έχει μικρά μάτια. Ζει σε λαγούμια κάτω από τη γη, ενώ ως νυκτόβιο ζώο, τρώει, μεγάλα έντομα, κουνέλια, αρουραίους, ποντίκια, σκουλήκια, σαλιγκάρια, νεκρά ζώα, δημητριακά και φρούτα.
Πετροκούναβο ή αλλιώς γνωστό και ως ζουρίδα, έχει το μέγεθος μιας γάτας, έχει γκριζωπό καφέ χρώμα και μια λευκή λωρίδα, που εκτείνεται από το λαιμό του ζώου μέχρι το στήθος του. Είναι εξαιρετικός αναρριχητής και κολυμβητής, ενώ τρέφεται με μικρότερα θηλαστικά, φρούτα, ξηρούς καρπούς και αυγά. Παρόλο που είναι νυκτόβιο ζώο, κατά την περίοδο ζευγαρώματος, είναι πιο πιθανό να το δει κανείς κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Η κρητική νυφίτσα έχει λεπτό, μακρόστενο σώμα και κοντά πόδια, ενώ το μήκος της είναι συνήθως 17 έως 24 εκατοστά. Το τρίχωμά της είναι καφέ και η κάτω πλευρά της είναι λευκή. Είναι νυκτόβιο ζώο και τρέφεται με μικρά τρωκτικά, βατράχια, κουνέλια και πουλιά.
Το κρητικό αγκαθωτό ποντίκι (αγκαθοποντικός), που δεν συναντάται πουθενά αλλού εκτός από την Κρήτη, έχει μήκος από 18 έως 25 εκατοστά. Έχει μυτερό πρόσωπο, πολύ μεγάλα αυτιά και χοντρές, σκληρές τρίχες στην πλάτη και στην ουρά του. Το τρίχωμά του είναι κίτρινο, κόκκινο, γκρι ή καφέ στο πρόσωπο και την πλάτη του, ενώ αντίστοιχα είναι λευκό στην κάτω πλευρά του. Είναι νυκτόβιο ζώο και τρέφεται με έντομα, σαλιγκάρια, σπόρους και διάφορα χόρτα.
Η κρητική αυτή σαύρα είναι ενδημική στην Κρήτη και συνήθως κρύβεται κάτω από βράχους και θάμνους. Έχει μήκος περίπου 7 εκατοστά, ενώ η ουρά της καταλαμβάνει τα δύο τρίτα του μήκους της. Τα αρσενικά είναι λαδί με μαύρες κηλίδες και δύο ανοιχτόχρωμες κάθετες γραμμές, ενώ τα θηλυκά είναι καφέ ή γκρι. Ειδικά την άνοιξη, τα αρσενικά μπορεί επίσης να έχουν λαμπερές μπλε κηλίδες στην κοιλιά τους. Τα έντομα και τα σαλιγκάρια αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της διατροφής τους.
Το πιο εμβληματικό ζώο της κρητικής πανίδας είναι το «κρι-κρι», ή αλλιώς «αγρίμι». Έχει ανοιχτό καφέ τρίχωμα, με μια σκούρα λουρίδα στο λαιμό, και δύο κέρατα που καλύπτουν μεγάλο μέρος του κεφαλιού του. Είναι γνωστό για την απίστευτη ικανότητά του να σκαρφαλώνει σε απόκρημνους βράχους, ενώ θεωρείται είδος προς εξαφάνιση και έχει απαγορευτεί επίσημα το κυνήγι του. Σήμερα, επιβιώνει μόνο στα Λευκά Όρη, ενώ, αν είστε τυχεροί, μπορεί να συναντήσετε κάποιο κρι-κρι στον Εθνικό Δρυμό της Σαμαριάς.
Πρόκειται για μία μικρόσωμη σαύρα με μήκος 10 έως 13 εκατοστά. Το σώμα της καλύπτεται με σκούρες κηλίδες, έχει μεγάλα μάτια και συνηθίζει να περπατά σε τοίχους και σε οροφές. Είναι νυκτόβιο ερπετό και τρέφεται με κουνούπια, σκώρους, πεταλούδες, σαλιγκάρια και κατσαρίδες.
Αυτό το είδος σκαντζόχοιρου έχει καφέ τρίχωμα, λευκές άκρες στα αγκάθια του, μια εντυπωσιακή λευκή κηλίδα στο στήθος του και μυτερό ρύγχος. Ο ενήλικος σκαντζόχοιρος μπορεί να φτάσει τα 35 εκατοστά, ενώ, ως νυκτόβιο ζώο, τρέφεται με έντομα, φυτά, λαχανικά και φρούτα.
Υπάρχουν διάφορα είδη σκορπιού στην Κρήτη. Από τα πιο συνηθισμένα είδη είναι ο Euscorpios Carpathicus, ο οποίος είναι μαύρος και έχει μήκος μόνο 3 έως 4 εκατοστά, καθώς και ο Mesobuthus Gibbosus, ο οποίος έχει μήκος περίπου 12 εκατοστά και είναι χρυσοκάστανος. Οι σκορπιοί τρώνε έντομα, ποντίκια και σαύρες, ενώ παρόλο που χρειάζονται νερό για να ζήσουν, μπορούν να επιβιώσουν για μήνες χωρίς τροφή. Αυτοί οι σκορπιοί είναι δηλητηριώδεις, ωστόσο το δηλητήριό τους δεν είναι θανατηφόρο, εκτός κι αν είστε αλλεργικοί. Παρόλα αυτά, τα τσιμπήματα των σκορπιών είναι επώδυνα, γι' αυτό να είστε προσεκτικοί όταν σηκώνετε πέτρες ή ξύλα, κάτω από τα οποία μπορεί να ζουν.
Στην Κρήτη, υπάρχουν πολλές εκατοντάδες χιλιάδες αιγοπρόβατα. Μάλιστα, ενόσω βρίσκεστε στο νησί, είναι πολύ πιθανό να πέσετε πάνω σε ένα «κρητικό μποτιλιάρισμα», οπότε πρέπει να σταματήσετε το αυτοκίνητό σας στην μέση του δρόμου και να περιμένετε μέχρι να περάσει απέναντι όλο το κοπάδι με τα ζώα. Τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότεροι βοσκοί, τοποθετούν συστήματα GPS στα κοπάδια τους, προκειμένου να τα ελέγχουν ευκολότερα.
Η Κρήτη φιλοξενεί τέσσερα είδη φιδιών – τη δεντρογαλιά, το λιμνόφιδο, το αγιόφιδο και το σπιτόφιδο. Κανένα από αυτά δεν είναι επικίνδυνο για τον άνθρωπο, διότι μόνο το αγιόφιδο έχει δηλητήριο, αλλά επειδή έχει πίσω δόντια, δεν μπορεί να μεταφέρει το δηλητήριο στον άνθρωπο. Η δεντρογαλιά έχει χρώμα λαδί με μαύρα στίγματα στη ράχη και άσπρο στην κοιλιά, και τρέφεται με άλλα ερπετά, μεγάλα έντομα, μικρά θηλαστικά και νεαρά πουλιά. Το λιμνόφιδο έχει συμπαγές κοκκινωπό-καφέ χρώμα και μήκος περίπου 80 εκατοστά. Θα το βρείτε σε λίμνες με βράχους ή κατά μήκος ακτών, όπου τρώει ψάρια, βατράχια, φρύνους και γυρίνους. Το αγιόφιδο είναι γκρίζο με μαύρες κηλίδες και έχει μήκος κατά μέσο όρο περίπου 1 μέτρο. Είναι νυκτόβιο ερπετό και τρέφεται με μικρές σαύρες και τρωκτικά. Το σπιτόφιδο είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό λόγω των πορτοκαλοκόκκινων στιγμάτων του και των κόκκινων ματιών του. Ζει ανάμεσα σε βράχια και η διατροφή του αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από τρωκτικά.
Όνομα cookie | Ενεργός |
---|