Για να φτάσετε στο παλιό σχολείο, θα πρέπει να περπατήσετε πέρα από το Λαογραφικό Μουσείο και την Εκκλησία των Αγίων Σεργίου και Βάκχου, και αφού περάσετε το άλσος με τα πεύκα στα δεξιά σας, να ανηφορίσετε τον δρόμο. Αν και δεν του φαίνεται τώρα, αυτό το κτίριο ήταν κάποτε «το στολίδι του Γαβαλοχωρίου» - το δημοτικό του σχολείο, που ολοκληρώθηκε το 1913 και χτίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τους κατοίκους του. Πλέον, δεν λειτουργεί ως σχολείο, αλλά οι αίθουσες χρησιμοποιούνται περιστασιακά για συσκέψεις και εκδηλώσεις συγκέντρωσης χρημάτων, καθώς και για την αποθήκευση καρεκλών και άλλου εξοπλισμού για συναυλίες και εορτές του χωριού.
Πριν την οικοδόμηση του δημοτικού σχολείου, τα παιδιά του Γαβαλοχωρίου έκαναν μάθημα σε κάποια κτίρια που βρίσκονταν στην εκκλησία των Αγίων Σεργίου και Βάκχου ή σε σπίτια κατοίκων του χωριού. Οι δάσκαλοι στο σχολείο ήταν εκείνοι που μπορούσαν να διαβάσουν και να εκτελέσουν τις τέσσερις βασικές πράξεις της αριθμητικής - πρόσθεση, αφαίρεση, διαίρεση και πολλαπλασιασμό - επομένως ήταν συχνά ιερείς, γιατροί, δικηγόροι και συμβολαιογράφοι. Κατά την Τουρκοκρατία, μεταξύ 1669 και 1898, η εκπαίδευση των ελληνόπουλων ήταν απαγορευμένη. Ωστόσο, οι δάσκαλοι, Βασίλειος Φρονιμάκης και Νικόλαος Καρατζάς, διατηρούσαν κρυφό σχολείο πίσω από την εκκλησία. Όταν οι Τούρκοι ανακάλυψαν το σχολείο, το έκαψαν και εκτέλεσαν τους δύο δασκάλους. Το 1899, στη νότια πλευρά του ναού, κατασκευάστηκε σχολικό κτίριο υπό την επίβλεψη του γιατρού Α. Ψαλτάκη, των ιερέων του Γαβαλοχωρίου και άλλων πνευματικών ανθρώπων. Επειδή οι δύο αίθουσες του σχολείου δεν έφταναν για να χωρέσουν τους 194 μαθητές, χρησιμοποιήθηκαν για τις ανάγκες των μαθημάτων και τα κοντινά σπίτια τριών κατοίκων του Γαβαλοχωρίου.
Επίσης, στο σχολείο ερχόντουσαν παιδιά και από τα Ντουλιανά, τον Άγιο Παύλο, το Άσπρο, τον Άγιο Βασίλειο, την Πλάκα, και τα Καμπιά. Οι κάτοικοι του Γαβαλοχωρίου αποφάσισαν, με τον καιρό, να χτίσουν ένα νέο σχολείο, καθώς ο αριθμός των μαθητών αυξανόταν συνεχώς και δεν υπήρχε δημόσιο κτίριο στο χωριό που να τους χωρούσε όλους.
Έτσι, ο Σύλλογος Γαβαλοχωρίου «Πρόοδος», που είχε συσταθεί το 1910 με τη νομική συνδρομή του δικηγόρου, Εμμανουήλ Παπαδάκη, ξεκίνησε την προσπάθεια ανέγερσης σχολείου. Τα ιδρυτικά μέλη του Συλλόγου ήταν 350. Πλήρωναν μια δραχμή για να ενταχθούν στον Σύλλογο, ενώ κατέβαλλαν και μηνιαία συνδρομή. Σκοποί του Συλλόγου ήταν:
Στις 29 Αυγούστου 1910, τα μέλη του Συλλόγου ψήφισαν ομόφωνα την ανάληψη πρωτοβουλίας για την κατασκευή νέου σχολείου. Επέλεξαν ως τοποθεσία ανέγερσης του σχολείου την συγκεκριμένη περιοχή, διότι ήταν ηλιόλουστη και ευάερη. Κατά το παρελθόν, στο ίδιο σημείο βρισκόταν το τούρκικο νεκροταφείο. Τα μέλη του Συλλόγου συμφώνησαν να ακολουθήσουν μια σειρά από βήματα, προκειμένου να έρθει εις πέρας το κτίριο:
Στις 3 Οκτωβρίου 1910, εγκρίθηκε το σχέδιο για την κατασκευή του σχολείου και τα μέλη του Συλλόγου υπολόγισαν ότι το ποσό που είχε συγκεντρωθεί από τα λαχεία, ανερχόταν στις 1.401,30 δραχμές.
Στις 4 Νοεμβρίου 1910, οι κάτοικοι του Γαβαλοχωρίου άρχισαν να χτίζουν το σχολείο. Τα κεραμίδια και τα ξύλα μεταφέρθηκαν από τις Καλύβες. Μετά από έναν χρόνο συνεχών εργασιών, είχε ολοκληρωθεί η κατασκευή της στέγης και των δαπέδων σε δύο μόνο από τα δωμάτια του κτιρίου. Το σχολείο άρχισε να λειτουργεί σε αυτές τις δύο αίθουσες τον Σεπτέμβριο του 1911, ενώ κάποιοι μαθητές συνέχισαν να παρακολουθούν μαθήματα στο παλιό σχολείο.
Όταν ολοκληρώθηκε το σχολείο, τον Σεπτέμβριο του 1913, αποτελούνταν πλέον από έξι αίθουσες διδασκαλίας, ένα γραφείο, ένα εργαστήριο, δύο διαδρόμους, δύο υπόγεια, μια δεξαμενή νερού, δύο τουαλέτες, ένα γυμναστήριο και έναν κήπο με διάφορα οπωροφόρα δέντρα. Μόλις ολοκληρώθηκε το νέο σχολείο, το παλιό σχολείο κατεδαφίστηκε και δημιουργήθηκε η πλατεία έξω από την εκκλησία των Αγίων Σεργίου και Βάκχου. Τα υλικά από το παλιό σχολείο χρησιμοποιήθηκαν είτε στο χτίσιμο του νέου σχολείου είτε για την περίφραξη της εκκλησίας.
Τα χρήματα για την αγορά θρανίων, καρεκλών, χαρτών, βιβλίων και λοιπού παιδαγωγικού υλικού προήλθαν από διάφορες πηγές: Το 1914, επιβλήθηκαν φόροι στο κρέας, στα χαρούπια, στο ελαιόλαδο, στο σιτάρι και σε άλλα αγροτικά προϊόντα. Άλλα κεφάλαια προήλθαν από δωρεές κατοίκων του Γαβαλοχωρίου και από διάφορους εράνους, συμπεριλαμβανομένου ενός διαγωνισμού σκοποβολής. Τέλος, οι πατάτες που καλλιεργήθηκαν στον κήπο του σχολείου, πουλήθηκαν, προκειμένου να συγκεντρωθούν τα απαραίτητα χρήματα.
Το σχολείο εγκαινιάστηκε, στις 2 Νοεμβρίου 1914. Οι καμπάνες των εκκλησιών χτύπησαν στις 10:00 το πρωί, προσκαλώντας τους κατοίκους του χωριού στην τελετή. Στην εκδήλωση παρευρέθηκαν εκπαιδευτικοί επόπτες, δικαστές, δήμαρχοι, ιερείς, δάσκαλοι και τραπεζικοί υπάλληλοι από διάφορες περιοχές εκτός Γαβαλοχωρίου. Μετά τις ομιλίες και την ανάκρουση του εθνικού ύμνου, έγιναν γλέντια σε διάφορα σπίτια του Γαβαλοχωρίου, στα οποία παρευρέθηκαν καθηγητές, μαθητές και μέλη του Συλλόγου Γαβαλοχωρίου «Πρόοδος». Οι κάτοικοι γλέντησαν μέχρι αργά το βράδυ, με τη συνοδεία παραδοσιακών οργάνων.
Ο Βασίλειος Φρονιμάκης, που φοιτούσε στο σχολείο, στις αρχές του 20ου αιώνα, περιέγραψε διάφορες σκηνές, δίνοντας έτσι μια εικόνα του εκπαιδευτικού συστήματος της εποχής: Στο χτύπημα του κουδουνιού, οι μαθητές έπρεπε να βρίσκονται στην ανάλογη τάξη και να κάθονται στις θέσεις στις οποίες τους είχε ορίσει ο δάσκαλος. Έπρεπε να κάθονται σε μία σειρά, με το κεφάλι τους να μην αποκλίνει από το κεφάλι του μπροστινού συμμαθητή τους. Όταν ο δάσκαλος έμπαινε στην τάξη, οι μαθητές σηκώνονταν και ο δάσκαλος έδειχνε έναν από αυτούς, λέγοντας: «Εσύ, έλα εδώ για προσευχή». Ο μαθητής στεκόταν στην καρέκλα του δασκάλου και, στραμμένος προς τα ανατολικά, άρχιζε να λέει την προσευχή δυνατά. Όταν μιλούσε ο δάσκαλος, οι μαθητές έπρεπε να κρατούν το κεφάλι τους ψηλά και να έχουν τα μάτια τους καρφωμένα πάνω του. Όταν καλούνταν να απαγγείλουν ένα μάθημα, έπρεπε να σηκωθούν και να μιλήσουν με ζωηρή φωνή. Τέλος, δεν επιτρεπόταν να κάνουν ερωτήσεις ή διάλογο με τον δάσκαλο.
Το σχολείο έγινε σημείο αναφοράς και για άλλες κοινωνικές δραστηριότητες. Για παράδειγμα, την Καθαρά Δευτέρα, την ημέρα που σηματοδοτεί την έναρξη της Σαρακοστής, τα παιδιά ξεκινούσαν να μαζεύουν ξύλα για το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, οπότε και γινόταν το κάψιμο του ομοιώματος του Ιούδα, έξω από την εκκλησία των Αγίων Σεργίου και Βάκχου. Τα παιδιά χωρίζονταν σε δύο ομάδες (ανάλογα την ενορία στην οποία ανήκαν) και διαγωνίζονταν για να δουν ποια ομάδα θα ετοίμαζε τον καλύτερο Ιούδα. Καθώς το αγωνιστικό πνεύμα μεταξύ των δύο ομάδων αυξανόταν, το αποτέλεσμα ήταν συχνοί τσακωμοί.
Μεταξύ 1942 και 1945, το σχολείο χρησιμοποιήθηκε ως στρατώνας από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς, που κατέλαβαν την Κρήτη, κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, η εκκλησία των Αγίων Σεργίου και Βάκχου, η εκκλησία της Γεννήσεως της Θεοτόκου καθώς και τρία κοντινά σπίτια χρησιμοποιήθηκαν ως αίθουσες διδασκαλίας των μαθητών. Όταν τα γερμανο-ιταλικά στρατεύματα εγκατέλειψαν το σχολείο, η στέγη, τα δάπεδα, οι πόρτες, τα μπάνια, το γυμναστήριο και ο κήπος είχαν καταστραφεί ολοσχερώς, μαζί με το μεγαλύτερο μέρος του εκπαιδευτικού υλικού. Για να συγκεντρώσουν χρήματα για την ανοικοδόμηση του σχολείου, οι δάσκαλοι και ο Βασίλειος Φρονιμάκης έστειλαν επιστολή σε κατοίκους του Γαβαλοχωρίου, που πλέον ζούσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η επιστολή ανέφερε:
Αγαπητοί συγχωριανοί,
Εμείς, οι κάτοικοι του χωριού Γαβαλοχώρι, κατεστραμμένοι υλικώς από τα καίρεα πλήγματα που μας επεσώρευσεν ο πόλεμος, όπως και σε όλη την δύσμοιρη Ελλάδα μας, έχοντες υπ όψιν μας τις τεράστιες προσπάθειες και εξ πραγματοποιούμενες μεγάλες βοήθειες που μας παρέχετε καθημερινώς με χρήματα και δέματα,
Έχομεν την τιμήν να αποβλέψωμεν προς σας, τους μεγάλους προστάτας μας στις δύσκολες σημερινές μέρες και να ελπίσωμεν ότι θα έχωμεν την ευγενήν συνδρομήν σας όχι δια να εκτελεσθη καμιά προσωπική οικονομική ανόρθωσις όπως συμβαίνει εις τα αμέτρητα προσωπικά δέματα των συγγενών σας, αλλά ίνα βοηθήσωμεν στην ηθικήν και πνευματικήν ανόρθωσιν της νέας Ελληνικής γεννεάς των παιδιών μας που βγήκαν πολλαπλώς ζημιωμένα από την λαίλαπα του πολέμου και που χωρίς να φταίνε πληρώνουν τα σφάλματα των μεγάλων.
Ως γνωστόν, το πέρασμα των του κατακτητού άφησε βαθειά τα ίχνη μιας πολύχρονης καταστροφής. Μεταξύ των άλλων, κατεστράφη και το λαμπρόν Δημοτικόν Σχολείον μας που πάλι όταν εκτίζετο η συνδρομήν σας υπήρξε πολύ μεγάλη. Ήτο το καλύτερο Σχολείον της περιφέρειάς μας με αίθουσες διδασκαλίας ευρύχωρες, με εργαστήρια πειραμάτων, με περίφημον σχολικόν κήπον, ζηλευτό καθ’όλα.
Απ’όλα αυτά έμειναν σχεδόν τα μισά και το σχολείον έρημο και ανοιχτό χωρίς πόρτες και παράθυρα. Εξ’ άλλου, τα πατώματα με την παραμονήν των στρατευμάτων κατοχής έχουν καταστραφή. Φαίνεται τα παλιά χνάρια της ομορφιάς, οι χωριανοί και οι διδάσκαλοι έχουν την διάθεσιν να το ξαναφτιάξουν, πλην όμως ελίπη η κινητήριος δύναμις, το χρήμα. Η προσωπική εργασία δεν οφελεί εις τίποτα, διότι χρειάζονται υλικά που είναι ακριβά.
Οι Γερμανοί φεύγοντας τίποτε δεν άφησαν να μείνη δια επιδιόρθωσιν. Το Κράτος μας και αυτό κατεστραμένο παρ’όλες τις αμέτρητες πληγές, διέθεσεν δια επιδιόρθωσιν 300.000 δραχ., ήτοι 60 δολάρια που φθάνουν ή δεν φθάνουν για το πέρασμα ενός παραθύρου. Για να μπορέσωμεν να μηλίσωμεν δια επισκευήν μονον με την συνδρομήν και τον έρανον μεταξύ των κατοίκων χωριανών των ευρισκομένων εις το εξωτερικόν είναι δυνατόν διατέθοντας την αξία ενός δέματος ο καθείς ευη και την τεράστιαν σημασίαν του μεγάλου και κοινωφελούς αυτού σκοπού την αντιλαμβάνεσθε και εσείς.
Ενεργήσατε, μηλήσατε μεταξύ σας οι χωριανοί και είμεθα βέβαιοι ότι η έκκλησίς μας θα εύρη απήχησιν εις τας καρδιάς όλων των χωριανών. Αποβλέπομεν προς σας με εμπιστοσύνην των παιδιών μας και ημών που βγαίνομεν από τα ερείπια αυτής της μεγάλης καταστροφής.
Θα είναι η πληρωμή της ευγενούσας έμπρακτον προθυμίας. Η δε ηθικήν ικανοποίησιν θα σας συντροφεύη πάντοτε διότι εκτελείται έργον ιερόν και θεάρεστον. Εάν είναι δυνατόν να γνωρίσεται επ’ ονόματι της σχολικής εφορίας σχετικώς.
Παρακαλούμεν δεχθήται και διαβιβάσεται προς άπαντας τους χωριανούς την έκφρασιν των ειλικρινέστερων συναισθημάτων αγάπης και εκτιμήσεως όλων των χωριανών.
(Βασίλειος Φρονιμάκης, Το παραδοσιακό χωριό του Γαβαλοχωρίου , σελ. 17, σελ. 25 σε αγγλική μετάφραση)
Οι χωρικοί που ζούσαν στην Αμερική, απάντησαν όχι μόνο με χρήματα, αλλά και με ρούχα, παπούτσια και σχολικά είδη. Η διευθύντρια του σχολείου, Αναστασία Παρτσαδάκη, οργάνωσε την ανοικοδόμηση του σχολείου, η οποία πραγματοποιήθηκε με την εργασία των γονέων των μαθητών και άλλων κατοίκων του Γαβαλοχωρίου. Οι μαθητές συνέβαλαν, επίσης, στην ανέγερση και συντήρηση του σχολείου. Το 1945 ή το 1946, η ομάδα προσκόπων του Γαβαλοχωρίου, με επικεφαλής τον Εμμανουήλ Χειλαδάκη, καθάρισε το σχολείο και τον κήπο, ενώ άσπρισε όλο τον εξωτερικό χώρο. Τέλος, το 1964, το σχολείο ηλεκτροδοτήθηκε.
Το σχολείο έκλεισε οριστικά, όταν ο αριθμός των μαθητών είχε μειωθεί σε τέτοιο βαθμό, που η συντήρηση του σχολείου δεν ήταν πλέον εφικτή. Τα παιδιά του Γαβαλοχωρίου άρχισαν τότε να πηγαίνουν με λεωφορείο στο γειτονικό σχολείο του Βάμου. Στις μέρες μας, έχουν προταθεί διάφορες ενέργειες, ώστε ο χώρος του σχολείου να ξαναζωντανεύσει. Ό,τι κι αν γίνει στη συνέχεια, ο κεντρικός ρόλος που έπαιξε το σχολείο στην ιστορία του χωριού δεν θα ξεχαστεί ποτέ. Ανατρέχοντας στις σχολικές του αναμνήσεις, ο Εμμανουήλ Βορινάκης παρατήρησε: «Σε αυτό το σχολείο άνοιξαν τα μάτια μας. Εκεί μέσα, κάποιοι, εις τους οποίους οφείλουμε ευγνωμοσύνη μεγάλη, προσπάθησαν να μας κάνουν ανθρώπους. Όσοι χωριανοί μας μπόρεσαν να ξεχωρίσουν επιστημονικά, κοινωνικά ή επαγγελματικά τα τελευταία ενενήντα ή εκατό χρόνια, από ‘κεί μέσα πήραν τους καλούς σπόρους, που κάνουν τον άνθρωπο, άνθρωπο, και τον ξεχωρίζουν από τα θηρία». (Εμμανουήλ Βορινάκης, Γαβαλοχώρι, Αποκόρωνας: Η Ταυτότητά Του, σελ. 107, σελ. 69 στην αγγλική μετάφραση).
Για να φτάσετε στο παλιό σχολείο, θα πρέπει να περπατήσετε πέρα από το Λαογραφικό Μουσείο και την Εκκλησία των Αγίων Σεργίου και Βάκχου, και αφού περάσετε το άλσος με τα πεύκα στα δεξιά σας, να ανηφορίσετε τον δρόμο. Αν και δεν του φαίνεται τώρα, αυτό το κτίριο ήταν κάποτε «το στολίδι του Γαβαλοχωρίου» - το δημοτικό του σχολείο, που ολοκληρώθηκε το 1913 και χτίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τους κατοίκους του. Πλέον, δεν λειτουργεί ως σχολείο, αλλά οι αίθουσες χρησιμοποιούνται περιστασιακά για συσκέψεις και εκδηλώσεις συγκέντρωσης χρημάτων, καθώς και για την αποθήκευση καρεκλών και άλλου εξοπλισμού για συναυλίες και εορτές του χωριού.
Πριν την οικοδόμηση του δημοτικού σχολείου, τα παιδιά του Γαβαλοχωρίου έκαναν μάθημα σε κάποια κτίρια που βρίσκονταν στην εκκλησία των Αγίων Σεργίου και Βάκχου ή σε σπίτια κατοίκων του χωριού. Οι δάσκαλοι στο σχολείο ήταν εκείνοι που μπορούσαν να διαβάσουν και να εκτελέσουν τις τέσσερις βασικές πράξεις της αριθμητικής - πρόσθεση, αφαίρεση, διαίρεση και πολλαπλασιασμό - επομένως ήταν συχνά ιερείς, γιατροί, δικηγόροι και συμβολαιογράφοι. Κατά την Τουρκοκρατία, μεταξύ 1669 και 1898, η εκπαίδευση των ελληνόπουλων ήταν απαγορευμένη. Ωστόσο, οι δάσκαλοι, Βασίλειος Φρονιμάκης και Νικόλαος Καρατζάς, διατηρούσαν κρυφό σχολείο πίσω από την εκκλησία. Όταν οι Τούρκοι ανακάλυψαν το σχολείο, το έκαψαν και εκτέλεσαν τους δύο δασκάλους. Το 1899, στη νότια πλευρά του ναού, κατασκευάστηκε σχολικό κτίριο υπό την επίβλεψη του γιατρού Α. Ψαλτάκη, των ιερέων του Γαβαλοχωρίου και άλλων πνευματικών ανθρώπων. Επειδή οι δύο αίθουσες του σχολείου δεν έφταναν για να χωρέσουν τους 194 μαθητές, χρησιμοποιήθηκαν για τις ανάγκες των μαθημάτων και τα κοντινά σπίτια τριών κατοίκων του Γαβαλοχωρίου.
Επίσης, στο σχολείο ερχόντουσαν παιδιά και από τα Ντουλιανά, τον Άγιο Παύλο, το Άσπρο, τον Άγιο Βασίλειο, την Πλάκα, και τα Καμπιά. Οι κάτοικοι του Γαβαλοχωρίου αποφάσισαν, με τον καιρό, να χτίσουν ένα νέο σχολείο, καθώς ο αριθμός των μαθητών αυξανόταν συνεχώς και δεν υπήρχε δημόσιο κτίριο στο χωριό που να τους χωρούσε όλους.
Έτσι, ο Σύλλογος Γαβαλοχωρίου «Πρόοδος», που είχε συσταθεί το 1910 με τη νομική συνδρομή του δικηγόρου, Εμμανουήλ Παπαδάκη, ξεκίνησε την προσπάθεια ανέγερσης σχολείου. Τα ιδρυτικά μέλη του Συλλόγου ήταν 350. Πλήρωναν μια δραχμή για να ενταχθούν στον Σύλλογο, ενώ κατέβαλλαν και μηνιαία συνδρομή. Σκοποί του Συλλόγου ήταν:
Στις 29 Αυγούστου 1910, τα μέλη του Συλλόγου ψήφισαν ομόφωνα την ανάληψη πρωτοβουλίας για την κατασκευή νέου σχολείου. Επέλεξαν ως τοποθεσία ανέγερσης του σχολείου την συγκεκριμένη περιοχή, διότι ήταν ηλιόλουστη και ευάερη. Κατά το παρελθόν, στο ίδιο σημείο βρισκόταν το τούρκικο νεκροταφείο. Τα μέλη του Συλλόγου συμφώνησαν να ακολουθήσουν μια σειρά από βήματα, προκειμένου να έρθει εις πέρας το κτίριο:
Στις 3 Οκτωβρίου 1910, εγκρίθηκε το σχέδιο για την κατασκευή του σχολείου και τα μέλη του Συλλόγου υπολόγισαν ότι το ποσό που είχε συγκεντρωθεί από τα λαχεία, ανερχόταν στις 1.401,30 δραχμές.
Στις 4 Νοεμβρίου 1910, οι κάτοικοι του Γαβαλοχωρίου άρχισαν να χτίζουν το σχολείο. Τα κεραμίδια και τα ξύλα μεταφέρθηκαν από τις Καλύβες. Μετά από έναν χρόνο συνεχών εργασιών, είχε ολοκληρωθεί η κατασκευή της στέγης και των δαπέδων σε δύο μόνο από τα δωμάτια του κτιρίου. Το σχολείο άρχισε να λειτουργεί σε αυτές τις δύο αίθουσες τον Σεπτέμβριο του 1911, ενώ κάποιοι μαθητές συνέχισαν να παρακολουθούν μαθήματα στο παλιό σχολείο.
Όταν ολοκληρώθηκε το σχολείο, τον Σεπτέμβριο του 1913, αποτελούνταν πλέον από έξι αίθουσες διδασκαλίας, ένα γραφείο, ένα εργαστήριο, δύο διαδρόμους, δύο υπόγεια, μια δεξαμενή νερού, δύο τουαλέτες, ένα γυμναστήριο και έναν κήπο με διάφορα οπωροφόρα δέντρα. Μόλις ολοκληρώθηκε το νέο σχολείο, το παλιό σχολείο κατεδαφίστηκε και δημιουργήθηκε η πλατεία έξω από την εκκλησία των Αγίων Σεργίου και Βάκχου. Τα υλικά από το παλιό σχολείο χρησιμοποιήθηκαν είτε στο χτίσιμο του νέου σχολείου είτε για την περίφραξη της εκκλησίας.
Τα χρήματα για την αγορά θρανίων, καρεκλών, χαρτών, βιβλίων και λοιπού παιδαγωγικού υλικού προήλθαν από διάφορες πηγές: Το 1914, επιβλήθηκαν φόροι στο κρέας, στα χαρούπια, στο ελαιόλαδο, στο σιτάρι και σε άλλα αγροτικά προϊόντα. Άλλα κεφάλαια προήλθαν από δωρεές κατοίκων του Γαβαλοχωρίου και από διάφορους εράνους, συμπεριλαμβανομένου ενός διαγωνισμού σκοποβολής. Τέλος, οι πατάτες που καλλιεργήθηκαν στον κήπο του σχολείου, πουλήθηκαν, προκειμένου να συγκεντρωθούν τα απαραίτητα χρήματα.
Το σχολείο εγκαινιάστηκε, στις 2 Νοεμβρίου 1914. Οι καμπάνες των εκκλησιών χτύπησαν στις 10:00 το πρωί, προσκαλώντας τους κατοίκους του χωριού στην τελετή. Στην εκδήλωση παρευρέθηκαν εκπαιδευτικοί επόπτες, δικαστές, δήμαρχοι, ιερείς, δάσκαλοι και τραπεζικοί υπάλληλοι από διάφορες περιοχές εκτός Γαβαλοχωρίου. Μετά τις ομιλίες και την ανάκρουση του εθνικού ύμνου, έγιναν γλέντια σε διάφορα σπίτια του Γαβαλοχωρίου, στα οποία παρευρέθηκαν καθηγητές, μαθητές και μέλη του Συλλόγου Γαβαλοχωρίου «Πρόοδος». Οι κάτοικοι γλέντησαν μέχρι αργά το βράδυ, με τη συνοδεία παραδοσιακών οργάνων.
Ο Βασίλειος Φρονιμάκης, που φοιτούσε στο σχολείο, στις αρχές του 20ου αιώνα, περιέγραψε διάφορες σκηνές, δίνοντας έτσι μια εικόνα του εκπαιδευτικού συστήματος της εποχής: Στο χτύπημα του κουδουνιού, οι μαθητές έπρεπε να βρίσκονται στην ανάλογη τάξη και να κάθονται στις θέσεις στις οποίες τους είχε ορίσει ο δάσκαλος. Έπρεπε να κάθονται σε μία σειρά, με το κεφάλι τους να μην αποκλίνει από το κεφάλι του μπροστινού συμμαθητή τους. Όταν ο δάσκαλος έμπαινε στην τάξη, οι μαθητές σηκώνονταν και ο δάσκαλος έδειχνε έναν από αυτούς, λέγοντας: «Εσύ, έλα εδώ για προσευχή». Ο μαθητής στεκόταν στην καρέκλα του δασκάλου και, στραμμένος προς τα ανατολικά, άρχιζε να λέει την προσευχή δυνατά. Όταν μιλούσε ο δάσκαλος, οι μαθητές έπρεπε να κρατούν το κεφάλι τους ψηλά και να έχουν τα μάτια τους καρφωμένα πάνω του. Όταν καλούνταν να απαγγείλουν ένα μάθημα, έπρεπε να σηκωθούν και να μιλήσουν με ζωηρή φωνή. Τέλος, δεν επιτρεπόταν να κάνουν ερωτήσεις ή διάλογο με τον δάσκαλο.
Το σχολείο έγινε σημείο αναφοράς και για άλλες κοινωνικές δραστηριότητες. Για παράδειγμα, την Καθαρά Δευτέρα, την ημέρα που σηματοδοτεί την έναρξη της Σαρακοστής, τα παιδιά ξεκινούσαν να μαζεύουν ξύλα για το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, οπότε και γινόταν το κάψιμο του ομοιώματος του Ιούδα, έξω από την εκκλησία των Αγίων Σεργίου και Βάκχου. Τα παιδιά χωρίζονταν σε δύο ομάδες (ανάλογα την ενορία στην οποία ανήκαν) και διαγωνίζονταν για να δουν ποια ομάδα θα ετοίμαζε τον καλύτερο Ιούδα. Καθώς το αγωνιστικό πνεύμα μεταξύ των δύο ομάδων αυξανόταν, το αποτέλεσμα ήταν συχνοί τσακωμοί.
Μεταξύ 1942 και 1945, το σχολείο χρησιμοποιήθηκε ως στρατώνας από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς, που κατέλαβαν την Κρήτη, κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, η εκκλησία των Αγίων Σεργίου και Βάκχου, η εκκλησία της Γεννήσεως της Θεοτόκου καθώς και τρία κοντινά σπίτια χρησιμοποιήθηκαν ως αίθουσες διδασκαλίας των μαθητών. Όταν τα γερμανο-ιταλικά στρατεύματα εγκατέλειψαν το σχολείο, η στέγη, τα δάπεδα, οι πόρτες, τα μπάνια, το γυμναστήριο και ο κήπος είχαν καταστραφεί ολοσχερώς, μαζί με το μεγαλύτερο μέρος του εκπαιδευτικού υλικού. Για να συγκεντρώσουν χρήματα για την ανοικοδόμηση του σχολείου, οι δάσκαλοι και ο Βασίλειος Φρονιμάκης έστειλαν επιστολή σε κατοίκους του Γαβαλοχωρίου, που πλέον ζούσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η επιστολή ανέφερε:
Αγαπητοί συγχωριανοί,
Εμείς, οι κάτοικοι του χωριού Γαβαλοχώρι, κατεστραμμένοι υλικώς από τα καίρεα πλήγματα που μας επεσώρευσεν ο πόλεμος, όπως και σε όλη την δύσμοιρη Ελλάδα μας, έχοντες υπ όψιν μας τις τεράστιες προσπάθειες και εξ πραγματοποιούμενες μεγάλες βοήθειες που μας παρέχετε καθημερινώς με χρήματα και δέματα,
Έχομεν την τιμήν να αποβλέψωμεν προς σας, τους μεγάλους προστάτας μας στις δύσκολες σημερινές μέρες και να ελπίσωμεν ότι θα έχωμεν την ευγενήν συνδρομήν σας όχι δια να εκτελεσθη καμιά προσωπική οικονομική ανόρθωσις όπως συμβαίνει εις τα αμέτρητα προσωπικά δέματα των συγγενών σας, αλλά ίνα βοηθήσωμεν στην ηθικήν και πνευματικήν ανόρθωσιν της νέας Ελληνικής γεννεάς των παιδιών μας που βγήκαν πολλαπλώς ζημιωμένα από την λαίλαπα του πολέμου και που χωρίς να φταίνε πληρώνουν τα σφάλματα των μεγάλων.
Ως γνωστόν, το πέρασμα των του κατακτητού άφησε βαθειά τα ίχνη μιας πολύχρονης καταστροφής. Μεταξύ των άλλων, κατεστράφη και το λαμπρόν Δημοτικόν Σχολείον μας που πάλι όταν εκτίζετο η συνδρομήν σας υπήρξε πολύ μεγάλη. Ήτο το καλύτερο Σχολείον της περιφέρειάς μας με αίθουσες διδασκαλίας ευρύχωρες, με εργαστήρια πειραμάτων, με περίφημον σχολικόν κήπον, ζηλευτό καθ’όλα.
Απ’όλα αυτά έμειναν σχεδόν τα μισά και το σχολείον έρημο και ανοιχτό χωρίς πόρτες και παράθυρα. Εξ’ άλλου, τα πατώματα με την παραμονήν των στρατευμάτων κατοχής έχουν καταστραφή. Φαίνεται τα παλιά χνάρια της ομορφιάς, οι χωριανοί και οι διδάσκαλοι έχουν την διάθεσιν να το ξαναφτιάξουν, πλην όμως ελίπη η κινητήριος δύναμις, το χρήμα. Η προσωπική εργασία δεν οφελεί εις τίποτα, διότι χρειάζονται υλικά που είναι ακριβά.
Οι Γερμανοί φεύγοντας τίποτε δεν άφησαν να μείνη δια επιδιόρθωσιν. Το Κράτος μας και αυτό κατεστραμένο παρ’όλες τις αμέτρητες πληγές, διέθεσεν δια επιδιόρθωσιν 300.000 δραχ., ήτοι 60 δολάρια που φθάνουν ή δεν φθάνουν για το πέρασμα ενός παραθύρου. Για να μπορέσωμεν να μηλίσωμεν δια επισκευήν μονον με την συνδρομήν και τον έρανον μεταξύ των κατοίκων χωριανών των ευρισκομένων εις το εξωτερικόν είναι δυνατόν διατέθοντας την αξία ενός δέματος ο καθείς ευη και την τεράστιαν σημασίαν του μεγάλου και κοινωφελούς αυτού σκοπού την αντιλαμβάνεσθε και εσείς.
Ενεργήσατε, μηλήσατε μεταξύ σας οι χωριανοί και είμεθα βέβαιοι ότι η έκκλησίς μας θα εύρη απήχησιν εις τας καρδιάς όλων των χωριανών. Αποβλέπομεν προς σας με εμπιστοσύνην των παιδιών μας και ημών που βγαίνομεν από τα ερείπια αυτής της μεγάλης καταστροφής.
Θα είναι η πληρωμή της ευγενούσας έμπρακτον προθυμίας. Η δε ηθικήν ικανοποίησιν θα σας συντροφεύη πάντοτε διότι εκτελείται έργον ιερόν και θεάρεστον. Εάν είναι δυνατόν να γνωρίσεται επ’ ονόματι της σχολικής εφορίας σχετικώς.
Παρακαλούμεν δεχθήται και διαβιβάσεται προς άπαντας τους χωριανούς την έκφρασιν των ειλικρινέστερων συναισθημάτων αγάπης και εκτιμήσεως όλων των χωριανών.
(Βασίλειος Φρονιμάκης, Το παραδοσιακό χωριό του Γαβαλοχωρίου , σελ. 17, σελ. 25 σε αγγλική μετάφραση)
Οι χωρικοί που ζούσαν στην Αμερική, απάντησαν όχι μόνο με χρήματα, αλλά και με ρούχα, παπούτσια και σχολικά είδη. Η διευθύντρια του σχολείου, Αναστασία Παρτσαδάκη, οργάνωσε την ανοικοδόμηση του σχολείου, η οποία πραγματοποιήθηκε με την εργασία των γονέων των μαθητών και άλλων κατοίκων του Γαβαλοχωρίου. Οι μαθητές συνέβαλαν, επίσης, στην ανέγερση και συντήρηση του σχολείου. Το 1945 ή το 1946, η ομάδα προσκόπων του Γαβαλοχωρίου, με επικεφαλής τον Εμμανουήλ Χειλαδάκη, καθάρισε το σχολείο και τον κήπο, ενώ άσπρισε όλο τον εξωτερικό χώρο. Τέλος, το 1964, το σχολείο ηλεκτροδοτήθηκε.
Το σχολείο έκλεισε οριστικά, όταν ο αριθμός των μαθητών είχε μειωθεί σε τέτοιο βαθμό, που η συντήρηση του σχολείου δεν ήταν πλέον εφικτή. Τα παιδιά του Γαβαλοχωρίου άρχισαν τότε να πηγαίνουν με λεωφορείο στο γειτονικό σχολείο του Βάμου. Στις μέρες μας, έχουν προταθεί διάφορες ενέργειες, ώστε ο χώρος του σχολείου να ξαναζωντανεύσει. Ό,τι κι αν γίνει στη συνέχεια, ο κεντρικός ρόλος που έπαιξε το σχολείο στην ιστορία του χωριού δεν θα ξεχαστεί ποτέ. Ανατρέχοντας στις σχολικές του αναμνήσεις, ο Εμμανουήλ Βορινάκης παρατήρησε: «Σε αυτό το σχολείο άνοιξαν τα μάτια μας. Εκεί μέσα, κάποιοι, εις τους οποίους οφείλουμε ευγνωμοσύνη μεγάλη, προσπάθησαν να μας κάνουν ανθρώπους. Όσοι χωριανοί μας μπόρεσαν να ξεχωρίσουν επιστημονικά, κοινωνικά ή επαγγελματικά τα τελευταία ενενήντα ή εκατό χρόνια, από ‘κεί μέσα πήραν τους καλούς σπόρους, που κάνουν τον άνθρωπο, άνθρωπο, και τον ξεχωρίζουν από τα θηρία». (Εμμανουήλ Βορινάκης, Γαβαλοχώρι, Αποκόρωνας: Η Ταυτότητά Του, σελ. 107, σελ. 69 στην αγγλική μετάφραση).
| Όνομα cookie | Ενεργός |
|---|